Δεν το δημοσίευσε η ΘΕΣΣΑΛΙΑ,
γιατί όλα τα γουρούνια…έχουν τη μούρλα μέσα τους.
Και είπαν στον Αίσωπο οι μαθητές του
- Πες μας ένα παραμύθι, δάσκαλε.
Σκεφτόταν ο Αίσωπος. Φοβόταν εκείνες τις μέρες να μιλήσει. Οι εισαγγελείς δεν αστειεύονταν. Ήταν έτοιμοι να συλλάβουν κάθε νομοταγή πολίτη και να αφήσουν ελεύθερους όλους τους κακούργους. Τέτοιες διαταγές έπαιρναν απ’ τους άρχοντες.
Σκέφτηκε πολύ πριν ξεκινήσει το παραμύθι του. Το παραμύθι ερχόταν από πολύ μακριά στο μέλλον, απ’ τη χώρα των Βλάχων.
«Μια φορά κι έναν καιρό, μετά από δυο χιλιάδες χρόνια, ήρθε επιτέλους αυτή η πολυπόθητη δημοκρατία στη χώρα της Αρλούμπας. Βασιλιάδες και δικτάτορες δεν υπήρχαν πλέον στην Αρλούμπα.
Η Αρλούμπα είχε πολλές πόλεις και κάθε πόλη έστελνε τους αντιπροσώπους της στην πρωτεύουσα της Αρλούμπας. Τριακόσιοι ήταν οι αντιπρόσωποι απ’ τις πόλεις κι αυτοί αποφάσιζαν για το τι θα γίνει στην Αρλούμπα.
Η πόλη της Πηλιοβλαχίας έστελνε τα πρώτα χρόνια έξι αντιπροσώπους, ύστερα έστελνε πέντε, επειδή μειώθηκε ο πληθυσμός της. Έστειλε άξιους αντιπροσώπους για τριάντα χρόνια κι αυτοί κατάφεραν να φέρουν την ανάπτυξη του οίκου τους. Οίκο εννοούσαν το σπίτι τους εκείνα τα χρόνια, γι’ αυτό κι εμείς σήμερα μιλάμε και λέμε τη λέξη «οίκαδε». Από το μέλλον τη φέραμε.
Τους αντιπροσώπους αυτούς ένας μεγάλος αρχηγός της δημοκρατίας, που έμοιαζε με τον παλιό Περικλή - Καραμανλή τον λέγανε - τους ονόμασε βολευτές. Ήταν πιο σοφός απ’ τον Περικλή ο Καραμανλής και τους φώναζε με τ’ όνομά τους. Όμως οι βολευτές δεν ενοχλούνταν με την επωνυμία αυτή, τους ήταν αρκετό που μέσα σε λίγα χρόνια θα είχαν βολευτεί και οι ίδιοι και οι απόγονοί τους.
Βολεύτηκαν πολλοί βολευτές μέσα σε τριάντα χρόνια στην Πηλιοβλαχία. Άλλοι το έπαιξαν αριστερόχειρες κι άλλοι δεξιόχειρες. Όλοι τους λέγανε στο λαό ότι ένα στόχο έχουν, να τον βοηθήσουν να δει καλύτερες μέρες και του κρύβανε πως οι νύχτες του θα ήταν γεμάτες από εφιάλτες για τη μέρα που θα ξημέρωνε.
Περισσότερο βολεύτηκαν οι αριστερόχειρες, γιατί αυτοί ξέρανε να τρώνε και με τα δυο χέρια. Οι δεξιόχειρες δεν μπορούσαν να φάνε με το αριστερό χέρι.
Δεν είδε κανένα καλό με τους αριστερόχειρες η Πηλιοβλαχία και στράφηκε πάλι στους δεξιόχειρες. Δεν είχε καταλάβει πως οι δεξιόχειρες είχαν διδαχτεί όλες τις ικανότητες των αριστερόχειρων κι ότι μπορούσαν πια να τρώνε κι αυτοί και με τα δυο τους χέρια. Δεν είχαν ακούσει και τη βλάχικη παροιμία πως «όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια σούρλα».
Είχαν δει το Χανούλη και τη Ροδάνθη και το Λεωνίδα να τρώνε με χρυσά κουτάλια κι αποφάσισαν να στραφούν προς τους δεξιόχειρες. Αυτοί έδειχναν ότι μπορούν να εξαφανίσουν την παμφαγία των αριστερόχειρων.
Στράφηκαν προς τους δεξιόχειρες κι έστειλαν για βολευτές στην πρωτεύουσα τον Ικτίνο και τον Ιπποκράτη και την Καλυψώ. Αυτοί θα τους έλυναν όλα τους τα προβλήματα, μόλις έλυναν τα δικά τους.
Οι τρεις βολευτές είχαν να λύσουν πολλά προβλήματα «οίκαδε». Ασχολήθηκαν με τα προβλήματα αυτά άμεσα. Φρόντισαν να μπει ο χρυσός στην Πηλιοβλαχία και να την αναδείξουν μέσα στην Αρλούμπα. Φρόντιζαν και τον οίκο τους, αλλά το έκρυβαν επιμελώς απ’ τους αφελείς πολίτες. Οι πολίτες της Πηλιοβλαχίας ήξεραν τη φράση «τα εν οίκω μη εν δήμω», αλλά κι αυτοί τον οίκο τους φρόντιζαν κι ήξεραν πως θα τον φρόντιζαν καλύτερα αν στέκονταν στο πλευρό των εκλεκτών της Πηλιοβλαχίας.
Ο Ικτίνος κατάφερε να γίνει στρατηγός της Αρλούμπας όπως είχε γίνει παλιότερα κι ο Ιπποκράτης. Οι Πηλιοβλαχίτες είδαν πολλά καλά απ’ τον Ικτίνο.
Είδαν επαύλεις να ξεφυτρώνουν παντού στην Πηλιοβλαχία κι έπαιρναν μαθήματα για το πώς μπορούν να γίνουν κι άλλες επαύλεις στον τόπο τους.
Από τον Ιπποκράτη ένα καλό είχε δει η Πηλιοβλαχία. Τον είχε δει να θεμελιώνει νοσοκομείο κι ο λαός δεν μπορούσε να δει πως όλη η ομορφιά της Πηλιοβλαχίας χανόταν.
Δεν έβλεπε ο λαός πως το νοσοκομείο αυτό ήταν χάρτινος πύργος, χωμένος μες τη μπόχα της πόλης. Μόνο κάποιοι ρομαντικοί πολίτες ζητούσαν να χτιστεί έξω από τα όρια της πόλης, εκεί που θα βρισκόταν αργότερα ο τάφος του Ιάσονα, αλλά ο Ιπποκράτης ήταν ανένδοτος. Προσπαθούσαν όλοι αυτοί οι ρομαντικοί να σώσουν ένα αιωνόβιο δάσος κι ένα αιωνόβιο κτίσμα, αλλά μάταια.
Ο Ιπποκράτης καμάρωνε πως αυτός θεμέλιωσε το νοσοκομείο κι απόκρυβε πως ξεθεμέλιωσε την ιστορία της πόλης του.
Ασχολήθηκε και με τα ναρκοβοτάνια ο Ιπποκράτης και προσπάθησε να σώσει τη νεολαία απ’ αυτά, ενώ ήξερε πως η μαφία της Αρλούμπας τα διακινούσε. Ήταν όμως ανίσχυρος να πατάξει τη μαφία. Αυτή στήριζε και βολευτές.
Έκανε κι άλλη μια επαναστατική πράξη. Τσακώθηκε με τον Απόστολο το Νέο. Ο τοπάρχης αυτός - αριστερόχειρ ήταν - δεν εφάρμοσε τη νόμιμη συνταγή «μισά δικά σου, μισά δικά μου» και θέλησε να τα δώσει όλα στα δικά του παιδιά.
Ο Ιπποκράτης όμως είχε ένα μεγάλο προσόν: δεν άντεχε την αδικία!
Η Καλυψώ κατάφερε με την ομορφιά της να σαγηνέψει τους πολίτες κι έγινε κι αυτή βολευτίνα. Τα κάλλη της τα έδειχνε διαρκώς στα παράθυρα και βαρέθηκαν οι πολίτες να τα βλέπουν. Από παράθυρο σε παράθυρο σερνόταν και ήθελε και αυτή να γίνει στρατηγός της Αρλούμπας, όπως τα είχε καταφέρει και η Ροδάνθη με τους Εκατόγχειρες αριστερόχειρες.
Δεν της έδωσαν οι κάτοικοι της Πηλιοβλαχίας τη δυνατότητα να προχωρήσει το όραμά της. Δεν έγινε δεύτερη φορά ούτε βολευτίνα ούτε και στρατηγός. Θα αναγκαζόταν να γίνει τραπεζική δουλάρα, με αισχρή αμοιβή. Τόση όση θα έτρεφε δέκα οικογένειες της Πηλιοβλαχίας.
Οι αριστερόχειρες είχαν άλλα προβλήματα εκείνα τα χρόνια. Είχαν το Σιδερένιο για αρχηγό τους, αλλά αυτός χάθηκε πρόωρα. Μετά είχαν για αρχηγό τους έναν Κινέζο και φάγανε καλά ξεπουλώντας το χρήμα της Αρλούμπας. Ύστερα έγινε ο Γιωργάκης, ο Μαργαριταρένιος, αρχηγός κι αποκοιμήθηκαν μηρυκάζοντας αυτά που είχαν φάει.
Η Ροδάνθη έχανε σιγά-σιγά τον επαναστατικό χειμαρρώδη λόγο της κι άρχισε να μιλά ακατάσχετα για θεούς και δαίμονες. Έχτιζε ναούς να προστατέψει τον οίκο της κι έκανε και λιτανείες, που ονομάζονταν θυρανοίξια απ’ τους άπιστους εκείνων των χρόνων.
Ο Λεωνίδας, ο Λακε-δαιμόνιος, έκλεισε το μανάβικο που είχε σαν ήταν βολευτής κι αποφάσισε να γίνει δικολάβος.
Ο Αλέξιος, ο πατήρ του Βουλγαροκτόνου, κατάφερε να γίνει ανέλπιστα βασιλιάς της Πηλιοβλαχίας κι έτσι πάλι δε χρειάστηκε να δουλέψει. Είχε να λύσει όλα τα εσωτερικά προβλήματα της Πηλιοβλαχίας κι έτσι βολευόταν πάλι.
Ο Νικόλαος της Γκατζίας ανήκε στο παρελθόν. Αυτός ήταν Λακεδαίμων γνήσιος κι εφάρμοζε τη συνταγή «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν». Σπάνια μιλούσε σε υπηκόους του, αλλά και οι υπήκοοί του δεν ήθελαν πολλά λόγια. Περίμεναν την επανάσταση για να μιλήσουν…
Όμως μεταξύ όλων των βολευτών υπήρχε ένας αλληλοσεβασμός. Παρασταίνανε ότι τσακώνονταν στα παράθυρα, τους άκουγαν οι ψηφοφόροι και χωρίζονταν σε φατρίες και οι βολευτές βολεύονταν με το διαχωρισμό των ψηφοφόρων. Ήξεραν οι βολευτές πως αν οι ψηφοφόροι ενώνονταν τότε αυτοί θα έχαναν και τη δόξα και το χρήμα.
Στην Πηλιοβλαχία τίποτε δεν προχωρούσε. Μόνο πάνω στο όρος και στο μικρό θαλάσσιο κόλπο κατάφερναν οι αφέντες να χτίζουν επαύλεις και να χαίρονται τα κέρδη τους.
Αυτό ανάγκασε ένα λαϊκό ποιητή εκείνης της εποχής να ανακράξει:
Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια σούρλα.
Σούρλα λέγανε τότε τη μούρη αυτοί οι Βλάχοι.»
Αυτό το παραμύθι είπε ο Αίσωπος στους μαθητές του και κανένας δεν κατάλαβε τίποτε, όπως ποτέ δεν καταλάβαινε κανείς τους μυθοποιούς.
Μόνο τους παραμυθάδες καταλάβαιναν οι άνθρωποι του λαού, γιατί ήξεραν οι παραμυθάδες να τους παραμυθιάζουν.
Άρεσε στο λαό το παραμύθιασμα, το μύθο δεν τον καταλάβαιναν.
Μόνο οι βολευτές καταλάβαιναν το μύθο και γελούσαν.
Βολεύονταν και με το μύθο οι άθλιοι…
Μάκης Μίχος, ανένταχτος της
Βλάχικης Λαϊκής και Συνασπισμένης και Σοσιαλιστικής Νέας Δημοκρατίας.
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου