Μετρητής

Κυριακή, Νοεμβρίου 29, 2009

ΠΟΝΗΡΕ ΠΟΛΙΤΕΥΤΗ ( Ανευλαβές κείμενο )


«Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις,… ΠΟΝΗΡΕ ΠΟΛΙΤΕΥΤΗ» (Διονύσης Σαββόπουλος) Minimize

Μήνες τώρα, σχεδόν χρόνος, γιατί όχι, χρόνια τώρα, ολόκληρη η πολιτική και η κοινωνική ζωή βοθρίζεται (κυλιέται στο βόθρο) μέσα στα σκάνδαλα.

Νέοι φερέλπιδες πολιτικοί, της Ν(έας) Δ(ιακυβέρνησης), του κήρυκα του «σεμνά και ταπεινά», απεδείχθησαν, πολλαπλασίως καπάτσοι και πλέον αετονύχηδες και μακροχέρηδες και πιο αλαζόνες και αναιδείς, από τους χειρότερους της εκσυγχρονιστικής διαχείρισης.

Σε λιγότερο από πέντε χρόνια, ετούτοι έμαθαν (οξύνοες; Παλιά μου τέχνη κόσκινο;) όλες τις καλπουζανιές, τα κόλπα, την κάλπικη διαχείριση της εξουσίας, προς ίδιον συμφέρον, που στους άλλους πήρε, σχεδόν, είκοσι χρόνια για να τα μάθουν.

Δομημένα, κουμπάροι, νταβατζήδες, Ζήμενς, βατοπέδια και βατοπαιδία πνευματικά.

Υπουργός-αναψυκτηριούχος, φιλάνθρωπος Μαικήνας, αναξιοπαθούντων Ινδών.

Υπουργός-επιχειρηματίας, (κότερο, πλήθος διαμερισμάτων), δηλώνει «ευθαρσώς» πλούσιος και επαίρεται διότι αυτή του η ιδιότης τον καθιστά, λέει, άτρωτο στο δέλεαρ της κατάχρησης της εξουσίας!

Ο Δούξ της Βιστωνίδος, υπογράφει την παραχώρηση μέρους του λιμναίου δουκάτου του στον αναιδή Εφραίμ-καλόγερο, πνευματικό πατέρα πλείστων όσων, τρανών (πρώην, νυν και αεί).

Αλαζών υπουργός της επικρατείας, εκλαμβάνει τους πολίτες ως ηλιθίους υπηκόους και τους δημοσιογράφους ως μικρόνοες υποτελείς, ή μήπως και επιτελείς (;), της κυβερνητικής προπαγάνδας.

Κι ο κόσμος, οι άνθρωποι που οικίζουν το κενό αυτής της χώρας, την οποία οιακίζει (κυβερνά. Οίαξ: τιμόνι, δοιάκι), εδώ και πέντε, σχεδόν, χρόνια η Ν(εα) Δ(διακυβέρνηση), αισθάνονται:

Παρίες. Ξένοι, στον τόπο τους. Πελαγωμένοι. Αδύναμοι.

Φθαρμένοι κι αυτοί και διεφθαρμένοι, από φθαρμένους και διεφθαρμένους κυβερνήτες.

Ο Εργάτης, μεροδούλι μεροφάι, κάθε μέρα στο λεωφορείο αξημέρωτα, κοιτάζει πώς θα τα φέρει βόλτα, κάνοντας δυο και τρεις δουλειές.

Ο υπάλληλος, μισθοσυντήρητος, μουτζουρώνοντας χαρτιά, σε μια δουλειά που ποτέ δεν αγάπησε, προσπαθεί να επιβιώσει. Δεν ζει.

Ο άνεργος, στοιβάζεται στην ουρά για μια πρόσκαιρη απασχόληση, που τη βαφτίσανε stage για να κρύψουν πως σημαίνει ανακυκλούμενη ανεργία.

Ο νέος, μισεί το σχολειό, το πανεπιστήμιο. Που τον μισεί. Και αδιαφορεί, όταν δεν ξεφεύγει στο περιθώριο.

Οι δάσκαλοι, ανήμποροι, πια, να εκπαιδεύσουν και να εμπνεύσουν, (με τρεις κι εξήντα για την παιδεία, τι εκπαίδευση να κάνουν; Πώς να εμπνευστούν και να εμπνεύσουν;),

«τους ανήλικους παίρνουν στον ώμο/ ενώ κι αυτοί ψάχνουν τον δρόμο» (Διονύσης Σαββόπουλος.)

Ο γέροντας ψωμοζεί με μια σύνταξη, που, όταν την πάρει, η διεύθυνσή του έχει αλλάξει σε: Αγίου Πέτρου, Παράδεισος. (Μόνο στον Παράδεισο μπορεί να πάει με τέτοια σύνταξη).

Κι αν την πάρει, τη σύνταξη, τα λεφτά έχουν τελειώσει την πρώτη βδομάδα.

Γιατί ο κύριος διοικητής της ΔΕΚΟ, ο δείνα Αθανασόπουλος, του τάδε ευγενούς ταμείου, σοδιάζοντας 4 με 5 χιλιάρικά ευρώ το μήνα, ο χρυσοκάνθαρος, πρέπει να αυξήσει τα έσοδα της εταιρίας του, αυξάνοντας τα τιμολόγιά της, τις εισφορές, τα έσοδά της, να βάλει και «ρήτρα ρύπανσης» στο πορτοφόλι των πελατών του, για τις βρωμιές που η επιχείρησή του εκπέμπει, για να καλύψει τα ελλείμματα, που αυτός και τα χρυσαγόρια του έχουν δημιουργήσει και να τσεπώσει αυτός και τα χρυσαγόρια του τον παχυλό μισθό και τα bonus.

«Και συ πήδα μαϊμού/ φουκαριάρα μαϊμού/ γερασμένη» (Διονύσης Σαββόπουλος). Και συ λαέ βασανισμένε, πάντοτε ευκολόπιστε και πάντα προδομένε; Θα τα ανέχεσαι όλα αυτά;

Να σου κλέβουν το ψωμί και τη σύνταξη;

Να σε περιφρονούν και να σε θεωρούν μια ψήφο μέσα στην κάλπη; Με αντάλλαγμα ανεκπλήρωτες, προεκλογικές, υποσχέσεις;

Να σε ταπεινώνουν; Να σε λοιδορούν οι χρυσοκάνθαροι, οι λιμασμένοι για χρήμα και εξουσία;

Φτάνει πια! Δεν πάει άλλο!

Γίνε Δήμος που την πόλη δυναμώνει: Δήμος την πόλιν κρατύνει.

Γίνε πολίτης-οπλίτης της Δημοκρατίας σου, που απαιτεί και διακηρύσσει, με τη φωνή του Περικλή των Αθηναίων, ανά τους αιώνας:

─ «Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στο νόμο: μέτεστι δε κατά μεν τους νόμους… πάσι το ίσον)».

─ «Για τα δημόσια αξιώματα προτιμούνται όχι εκείνοι που ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη, αλλά εκείνοι που είναι ικανοί και τα αξίζουν: κατά δε την αξίωσιν,… ουκ από μέρους το πλείον ες τα κοινά ή από αρετής προτιμάται)».

Ακούτε πρασινογάλαζοι ρουσφετολόγοι;

─ «Ο πλούτος είναι για μας αφορμή για έργα και όχι αιτία για κομπασμό και λόγια: πλούτου τε έργω μάλλον καιρό ή λόγου κόμπω χρώμεθα».

Ακούτε επιχειρηματίες-Υπουργοί;

─ «Αγαπάμε το ωραίο και μένουμε απλοί: Φιλοκαλούμε μετ ευτελείας».

Ακούτε αλαζόνες πρασινογάλαζοι και ροζ καλαμοκαβαλάρηδες;

Σπουδαιογελοίοι;

─ «Έχουμε πολίτευμα που δεν ζηλεύει τίποτα από τα πολιτεύματα των άλλων και πιο πολύ είμαστε παράδειγμα παρά μιμούμαστε τους άλλους: χρώμεθα γαρ πολιτεία ου ζηλούση τους των πέλας νόμους. Παράδειγμα δε μάλλον αυτοί όντες ή μιμούμενοι εταίρους».

Ακούτε Ευρωπαιόπληκτοι παγκοσμιοχτυπημένοι;

Δεν τα μάθατε ακόμη τα μαντάτα, τα εξ Εσπερίας;

Η μετανεωτερικότητα πνέει τα λοίσθια και η ελεύθερη, ασύδοτη, αγορά, άπληστα φουσκωμένη, εξερράγη, αυτοαπορρυθμιζόμενη. Σκορπίζοντας θύματα, παγκοσμιοποιημένα, παγκοσμίως.

Και ο Πλανητάρχης-Σπουδαρχίδης, αποχωρεί με την κατακραυγή και των συμπατριωτών του (δεν είναι όλοι οι Αμερικανοί, αμερικανάκια). Που τώρα φωνάζουν «αλλαγή».

«Vote for mavro. The other one’s malaka: ψηφίστε τον μαύρο ο άλλος είναι μαλάκας».

Οι Αμερικανοί πολίτες, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος, ψήφισε το όραμα, την ελπίδα, την αλλαγή του «μαύρου» Ομπάμα, μπας και δει άσπρη μέρα.

Καταδίκασε τον κυνισμό και τη μικρόνοια του θάμνου (bush).

Ένα κράτος που σάπισε πριν καν ωριμάσει, αναζητεί φρέσκο χυμό στις ρίζες του, για να δώσει ανθρώπινους καρπούς. Να ξεχάσει το Ιράκ και τη Γιουγκοσλαβία (αν ποτέ το έγκλημα ξεχνιέται).

Να ξαναβρεί την έννοια του συμμάχου. Να ξαναγίνει μεγάλη δύναμη κι όχι παγκόσμιος δυνάστης.

Το πόσο θα τα καταφέρει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, εξαρτάται και από το στρατιωτικό-βιομηχανικό κατεστημένο της χώρας του. Πάντως, στους συμπολίτες του, για την ώρα, αναπτέρωσε την ελπίδα.

Ας ξανακάνουμε, λοιπόν, κι εμείς, όλοι μαζί (πολίτες και πολιτικοί), με λογισμό και όνειρο, την πατρίδα μας, εκπαιδευτήριο για όλους.

Τόπο, που, πολίτες ελεύθεροι, αυτάρκεις θα αγωνίζονται για την ατομική τους προκοπή και το κοινό συμφέρον.

Ελευθερία δεν είναι να κινείσαι «ελευθέρα» μέσα στον ορίζοντα που σου έχουν ορίσει.

Να μεγαλώνεις και να διευρύνεις τον ορίζοντα, είναι η ελευθερία σου, που πρέπει να την κερδίσεις.

«Δεν επιτρέπεται να παραμένει ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτήν τη γης με τα τέσσερα» (Ο. Ελύτης)

Κι αυτά όλα δεν είναι προγονολατρείες και κομπασμοί προγονοπλήκτων, αρχαιολάγνων.

Το έπος της Ελλάδας συνεχίστηκε.

Απόδειξη, οι άνθρωποι που έφτιαξαν αυτήν τη νεοελληνική Πατρίδα.

Οι Μαχητές της:

Αρματολοί και Κλέφτες. Καραϊσκάκηδες, Κολοκοτρώνηδες, Αθανάσιοι Διάκοι και άλλοι, τότε.

Οι σαλπιγκτές του «ΑΕΡΑ», στο αλβανικό έπος, που έκαναν τον Τσόρτσιλ να διακηρύσσει:

«μέχρι τώρα λέγαμε πως οι Έλληνες πολεμούσαν σαν ήρωες, τώρα θα λέμε πως οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», και τα

«τα παιδιά που τα έλεγα αλήτες», της κατοχής.

Οι Ποιητές της, κι αυτοί που την τραγούδησαν:

Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, και τόσοι άλλοι.

Όλοι αυτοί έφεραν την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Ελληνική. Ατόφια.

Αυτοί δεν φράγκεψαν.

Κανείς τους δεν στραβώθηκε από το φως της Εσπερίας (Δύσης).

Διαφέρουμε από τους Ευρωπαίους, και οι νεοέλληνες, χωρίς να σημαίνει πως είμαστε κατώτεροι ή ανώτεροι.

Έχουμε την ιδιοπροσωπία μας.

Το δικό μας, νεοελληνικό πρόσωπο, που στα χαρακτηριστικά του φέγγει το φως της Ακρόπολης.

Κι ας το έχουν καταφάει, αυτό το πρόσωπο, τα μαλάματα του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.

Κι ας το έχει αλλοιώσει, αυτό το πρόσωπο, η νεοφιλελεύθερη ασύδοτη και αυτοαπορρυθμιζόμενη (τα είδατε τα πρόσφατα κατορθώματά της και τα golden boys σφουγγοκώλια της) αγορά.

Κι ας το έχει σκάψει, αυτό το πρόσωπο, το ξεπούλημα της γης, της χώρας, της ιστορίας, της φυσικής ομορφιάς, αυτού του τόπου, που το βάφτισαν επενδύσεις.

Πρόσωπα σπαταλημένα. Πρόσωπα που λεηλάτησαν τη ζωή μας. Την ελπίδα μας για ένα καλύτερο αύριο.

Καιρός να ξαναγίνουμε άνθρωποι.

Να σταματήσουμε να ζούμε «μια ζωή ψυχρή ψαρίσια». (Σεφέρης).

«Ας ξαναμπαρκάρουμε έστω και με τα κουπιά σπασμένα» (Σεφέρης)

Οι ποιητές χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό.

Για να ονειρευτούμε, ξανά.

Να ανασάνουμε καθαρό αέρα κι όχι τον μολυσμένο του Αθανασόπουλου.

Να ξαναμυρίσουμε την ευωδιά του δάσους και όχι του καμένου δέντρου.

«Όλοι μπορούν να σκεφτούν λογικά: Ξυνόν έστι πάσι το φρονέειν», φωνάζει ο Ηράκλειτος.

«Δεν πρέπει να ενεργούμε και να μιλάμε σαν κοιμισμένοι: Ου δει ώσπερ καθεύδοντας ποιείν και λέγειν», προειδοποιεί ο Ηράκλειτος.

Τ’ ακούσατε κύριε Πρωθυπουργέ;

«Αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο δεν πρόκειται να βρεις: Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει.», σου δίνει ελπίδα ο Ηράκλειτος.

Τ’ άκουσες λαέ μου «ευκολόπιστε και πάντα προδομένε»;

Ψάξε, και βρες τους ηγήτορές σου, τους πολιτικούς σου, που νοιάζονται για σένα.

Υπάρχουν. Διάλεξέ τους.

Κλείσε τ’ αυτιά σου στους σοβαρογελοίους πολιτικάντηδες.

«Και μην ανοίγεις όσο κι αν χτυπούν

Φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν»

(Σεφέρης)

Υ.Γ. δικό μου στα λόγια του Ανευλαβή:


Όταν δε μπορείς να γράψεις αντιγράφεις.

Το λόγο άλλων «τρελών».