Μετρητής

Πέμπτη, Ιουνίου 09, 2011

Τι σημαίνει η λέξη πλατεία (> πιάτσα > πιάτο);











Τούτες τις ημέρες ζούμε, ή ζουν ορισμένοι, “μέρες πλατείας”. Για ακόμα μια φορά στις πλατείες αγωνίζονται όλοι όσοι πιστεύουν ότι πρέπει να αλλάξει κάτι. Η πρόθεσή τους είναι ιδανική, το αποτέλεσμα τους θα το κρίνει η ιστορία. Τι σημαίνει, όμως, η λέξη πλατεία; Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του αρχαίου επιθέτου πλατύς/εια/ύ. Η αρχική έκφραση ήταν “πλατεία οδός” και προσδιόριζε το μεγάλο (πλατύ/ φαρδύ) δρόμο του χωριού ή της πόλης, που συνήθως, βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και εκτελούνταν οι εμπορικές δραστηριότητες. Σιγά σιγά από το “πλατεία οδός” χάθηκε η λέξη “οδός” και έμεινε μόνο η “πλατεία”. Το ίδιο συνέβη με τις φράσεις: ιατρική επιστήμη > ιατρική, γραμματική τέχνη > γραμματική

Ομόρριζα της λ. πλατεία είναι: η πλάτος, πλάτη, πλάτανος, Πλαταιές (πλατιά επιφάνεια), Πλάτων (αρχ. σημ. “αυτός που έχει φαρδιές πλάτες”) κ.ά.

Αξιοπερίεργο είναι και το “ταξίδι” της λ. πλατεία στην Εσπερία: στα Λατινικά μεταφέρθηκε ως δευτερόκλιτο επίθετο plattus/a/um > ιταλικά: piazza, γαλλικά: plat, ισπανικά: plaza (στην Plaza de Cataluña διαδηλώνουν, τούτες τις ημέρες, οι Ισπανοί “αγανακτισμένοι”). Δεν πρέπει να λησμονήσουμε και το ιταλοποιημένο, αλλά ελληνικής καταγωγής, πιάτο ή το υποκοριστικό του πιατέλα. Το πιάτο είναι η ιταλική εκδοχή του plattus, και εδώ παρουσιάζεται με τη στενή έννοια του “πινακίου” (: επίπεδου πιάτου)

Οι αγανακτισμένοι πολίτες άλλων εποχών (και η κατάληξη τους)

Προστέθηκε από 24grammata

α. Η άσκοπη οργή των Λουδιτών
β. Ο άσκοπος ενθουσιασμός των Σκιαδιστών
γ. Η καπηλεία του Βαλέσα (οδήγησε τους οργισμένους Πολωνούς από τον Γιαρουζέλσκι στον Πάπα)

γράφει ο Γιώργος Δαμιανός

Χαίρομαι να βλέπω κόσμο στις πλατείες, να σηκώνεται από τον καναπέ του και να δηλώνει ξεκάθαρα την οργή του. Χαίρομαι, ακόμα πιο πολύ, όταν κατεβαίνουν στις πλατείες “πρωτόβγαλτοι” νέοι και οι αγανακτισμένοι “φιλήσυχοι νοικοκυραίοι”. Ποιον ενδιαφέρει, άλλωστε, μια συγκέντρωση που συμμετέχουν οι γνωστοί “συνδρομητές” των διαδηλώσεων; Η περίπτωση των “αγανακτισμένων του 2011” με απασχόλησε έντονα και συνεχίζει να με απασχολεί. “Έξω οι κλέφτες”, “να φύγουν”, “κάτω το παλαιοκομματικό σύστημα”, “κάτω το αστικό κράτος”, “δεν πληρώνω” κ.ά. είναι μερικά από τα συνθήματα τους. Δηλώνουν αγανάκτηση, οργή, απογοήτευση αλλά, δυστυχώς, δε δηλώνουν πολιτική. Είτε τους αρέσει είτε όχι η λύση θα δοθεί μέσα από το κτήριο που, τώρα, φασκελώνουν. Αλίμονο μας, αν δοθεί από κάπου αλλού. Και για να δοθεί η λύση πρέπει να υπάρχουν στοιχειώδεις προτάσεις, στοιχειώδης οργάνωση, στοιχειώδης ιδεολογία, στοιχειώδης λογική και όχι μόνο συναίσθημα. Αν μιλάμε για πολιτική, πρέπει να μας ενδιαφέρει η διαχείριση αυτής της πολιτείας, το πως θα παραχθούν τα αγαθά, το πως και με πιο κριτήριο θα διανεμηθούν, τι θα γίνει με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, με ποιους θα συμμαχήσουμε και ποιους θα πολεμήσουμε, εντός και εκτός ελληνικής κοινωνίας. Διαφορετικά η κατάληψη των πλατειών θα θυμίζει μια μαθητική κατάληψη σχολείου με τους μαθητές στα παράθυρα να φωνάζουν “για την παιδεία, για τον έρωτα και την παγκόσμια ειρήνη” και την κοινωνία να είναι πεπεισμένη ότι μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα βαρεθούν και θα ξαναγυρίσουν στα σχολεία τους. Όπως και να ‘χει η συμμετοχή στις λαϊκές κινητοποιήσεις είναι μια λύση, αρκεί να μη μείνουμε μόνο στην αγανάκτηση και τα φάσκελα (σε τι, άλλωστε, θα διαφέρει από το γήπεδο;)

Επιλέξαμε τρία ιστορικά γεγονότα αγανακτισμένων πολιτών, που κινήθηκαν είτε από το συναίσθημα (Λουδίτες, Σκιαδίτες) και δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, είτε καπηλεύτηκαν τη οργή του κόσμου (περίπτωση Βαλέσα) και απομακρύνθηκαν από την πολιτική καταπίεση για να οδηγηθούν στην εκκλησιαστική. Εξαιρέθηκε ο Μάης του ΄68, γιατί εκεί δεν είχαμε αγανακτισμένους με ειρηνικά Happenings, αλλά πραγματικούς επαναστάτες (αναρχικούς, τροτσκιστές, κομμουνιστές, σοσιαλιστές κα), οι οποίοι προσπάθησαν με κίνδυνο τη ζωή τους να αλλάξουν τον κόσμο. Το τι κατάφεραν είναι μια άλλη, μεγάλη, υπόθεση…

Οι Λουδίτες
Λουδίτες ονομάστηκαν στις αρχές 1800 οι οπαδοί του λεγόμενου «βασιλιά Ludd», μη υπαρκτού προσώπου ενδεχομένως. Έδρασαν στην Αγγλία καταστρέφοντας τις νέες μηχανές και κηρύσσοντας πόλεμο στην τεχνολογίας γενικότερα. Επρόκειτο για υφαντουργούς που ένιωθαν να χάνουν τις δουλειές τους λόγω της εμφάνισης των υφαντικών μηχανών. Η μέθοδος δράσης των Λουδιτών υπήρξε μοναδική. Προειδοποιούσαν με ανώνυμες επιστολές τον ιδιοκτήτη του υφαντουργείου που επρόκειτο να χτυπήσουν και του ζητούσαν να αποσύρει τις μηχανές του. Όταν αυτός δεν συμμορφωνόταν, συγκεντρώνονταν οι υφαντουργοί της περιοχής σε κάποιο κοντινό χώρο, μουτζούρωναν τα πρόσωπά τους για να μην αναγνωρίζονται και εφορμούσαν με ό,τι εργαλείο ή όπλο διέθεταν. Ο Μαρξ, αν και βρισκόταν στην παρανομία και θα μπορούσε να καρπωθεί την οργή των αγανακτισμένων Λουδιτών, εναντιώθηκε στην τακτική τους (Να τι χρειάζεται η ηγεσία) υποστηρίζοντας “Χρειάζεται χρόνος και πείρα για να μάθει ο εργάτης να διακρίνει τις μηχανές από την κεφαλαιοκρατική τους χρησιμοποίηση κι έτσι να στρέψει τις επιθέσεις του όχι ενάντια στα ίδια τα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά ενάντια στην κοινωνική μορφή της εκμετάλλευσής τους.”

Τα Σκιαδικά
Η επόμενη ιστορική αναφορά έμεινε γνωστή (μάλλον άγνωστη στο ευρύ κοινό) με τον όρο τα “Σκιαδικά”. Το πάθος της νεολαίας δεν ήταν ικανό να μετατραπεί σε πολιτικό κίνημα, γιατί ακριβώς του έλειπε η οργάνωση. Αντιγράφω από τον αξιόλογο ιστότοπο www.sansimera.gr
[Με την ονομασία «Σκιαδικά» έμειναν στην ιστορία τα επεισόδια μεταξύ της μαθητιώσας νεολαίας και της Χωροφυλακής, που συνέβησαν στην Αθήνα στις 10 και 11 Μαΐου 1859. Ήταν ένα φαινομενικά άσχετο γεγονός, που οδήγησε τρία χρόνια αργότερα στην έξωση του βασιλιά Όθωνα.
Όλα ξεκίνησαν από μια διαπίστωση του Υπουργού Εξωτερικών, Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ο οποίος σε συζητήσεις τόνιζε την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής. Και έφερνε ως παράδειγμα, ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να δείχνουν την προτίμησή τους στα ντόπια ψάθινα καπέλα (σκιάδια) που κατασκευάζονταν στη Σίφνο και όχι στα εισαγόμενα από το εξωτερικό, που ήταν και ακριβότερα.
Την ιδέα του Ραγκαβή ενστερνίσθηκε ο γιος του, Κλέων, ο οποίος έπεισε τους συμμαθητές του να φορούν σιφνέικα σκιάδια, στολισμένα με γαλανόλευκες κορδέλες, στις κυριακάτικες εξόδους τους στο Πεδίο του Άρεως. Γρήγορα έγιναν μόδα και σήμα κατατεθέν της προοδευτικής νεολαίας της Αθήνας («Γαριβαλδινοί»), σε αντίθεση με τους καθεστωτικούς νεολαίους, που φορούσαν άσπρα ψηλά καπέλα και απεκαλούντο «Αυστριακοί».
Προ του κινδύνου να χάσουν την πελατεία τους, οι εισαγωγείς καπέλων έστειλαν υπαλλήλους τους στο Πεδίο του Άρεως με αστεία και κουρελιασμένα σκιάδια, προκειμένου να διακωμωδήσουν τους μαθητές (10 Μαΐου 1859). Οι άνθρωποι των εισαγωγέων προκάλεσαν τους νεαρούς, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει συμπλοκή. Η Χωροφυλακή πήρε το μέρος τους και αφού ξυλοφόρτωσε μαθητές και φοιτητές, προέβη σε τρεις συλλήψεις.

Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα. Σπουδαστές και πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου και συγκρότησαν πορεία προς το Υπουργείο Εσωτερικών για να απαιτήσουν από τον υπουργό Κωνσταντίνο Προβελέγγιο την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη και την απελευθέρωση των συλληφθέντων μαθητών. Ο Προβελέγγιος δεσμεύτηκε ότι θα εξετάσει το αίτημά τους, αλλά αυτό δεν άρεσε στους φοιτητές, που ζήτησαν ακρόαση από τον Όθωνα για το ίδιο θέμα. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να τους δεχθεί, γεγονός που όξυνε τα πνεύματα.
Οι νέοι ξαναγύρισαν στα Προπύλαια, με άγριες διαθέσεις αυτή τη φορά. Τότε επενέβη ο φρούραρχος Αθηνών, Μιχαήλ Σούτσος, επικεφαλής μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, και τους διέλυσε. Η ενέργειά του αυτή προκάλεσε αντιδράσεις. Ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης θεώρησε την έφοδο του στρατού στο Πανεπιστήμιο, πράξη «κατά του ασύλου των επιστημών» και ανέπτυξε την άποψη ότι το Πανεπιστήμιο «ως ναός του πνεύματος» πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες. Ήταν μία από τις πρώτες αναφορές στη χώρα μας για το πανεπιστημιακό άσυλο.
Αργά το απόγευμα της 11ης Μαΐου 1859 συνεδρίασε το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και απέπεμψε τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη, ενώ διέταξε την απελευθέρωση των τριών συλληφθέντων μαθητών. Τα «Σκιαδικά» ήταν η πρώτη δυναμική εκδήλωση κατά των απολυταρχικών μεθόδων του καθεστώτος και ενίσχυσε το αγωνιστικό φρόνημα των αντιπάλων του Όθωνα. Πρωτοστάτης της διαμαρτυρίας ήταν το Πανεπιστήμιο, επαληθεύοντας την προφητική ρήση του Γέρου του Μωριά, που όταν χτιζόταν είπε δείχνοντάς το: «Το σπίτι αυτό θα φάει το σπίτι εκείνο», εννοώντας το Παλάτι.

Ένας ιερέας διοικεί, σήμερα, την επαναστατική “αλληλεγγύη”
Το τρίτο ιστορικό παράδειγμα αγανακτισμένων πολιτών αφορά στην Πολωνική λαϊκή εξέγερση κατά του δικτάτορα Γιαρουζέλσκι. Η εξέγερση δεν ήταν ανοργάνωτη. Το αντίθετο μάλιστα. Διέθετε την ισχυρή υποστήριξη της παπικής εκκλησίας με “πρωτεργάτη” τον Πολωνό Ποντίφηκα Karol Józef Wojtyła (Ιωάννης Παύλος ΙΙ, 1920- 2005). Τελικά, η εξέγερση πέτυχε τα συμφέροντα της ηγεσίας αλλά ο λαός δυστύχησε και πάλι. Χαρακτηριστική περίπτωση καπηλείας των λαϊκών αιτημάτων
Ποιος διοικεί τώρα την “αλληλεγγύη”;
Όσο και αν φαίνεται παράξενο το ιστορικό συνδικαλιστικό όργανο “ αλληλεγγύη” (solidarnosch), το οποίο ακόμα σήμερα αριθμεί 10 εκατ. μέλη, διοικείται από έναν ιερέα της καθολικής εκκλησίας: τον Maciej Zieba, 55 ετών. Ήταν κοινό μυστικό από την εποχή του Βαλέσα ότι πίσω από τις εργατικές κινητοποιήσεις στην Πολωνία κρύβεται η παπική εκκλησία και ο Πολωνός Πάπας Giovanni Paolo II. Στην εποχή μας, που όλες οι ραδιουργίες γίνονται απροκάλυπτα, ωμά και ανερυθρίαστα οι καθολικοί παπάδες ανέλαβαν την εκπροσώπηση των εργατών όχι μόνο ενώπιον του Θεού, αλλά και ενώπιον του αφεντικού τους. Κατακαημένη εργατική Τάξη!! Τι άλλο θα δεις ακόμα; (περισσότερα για τον Βαλέσα/ αλληλεγγύη εδώ)