Δυο αδερφούλες ήτανε
κι οι δυο καπάτσες.
Η μια γουστάριζε κολόνιες.
Η άλλη γουστάριζε πουλιά.
Η πρώτη παντρεύτηκε μια κολόνια.
Η δεύτερη παντρεύτηκε ένα πουλί.
Τυχερές ήταν και οι δυο τους.
Η κολόνια, που πήρε η πρώτη, ήταν μαζώχτρα.
Η κολόνια τους μεθούσε όλους με το άρωμά της
κι ύστερα τους άρπαζε τα υπάρχοντά τους.
Το πουλί της δεύτερης έτρεμε.
Αυτό το πουλί αποφάσισε ν’ ακολουθήσει
τα διδάγματα του Ιησού:
«τα πτηνά δε σπέρνουν, ούτε θερίζουν,
ούτε συνάγουν στις αποθήκες».
Το πουλί ακολούθησε τα δυο πρώτα διδάγματα,
το τρίτο δίδαγμα δεν το ακολούθησε.
Ήταν έξυπνο πουλί και βρήκε δημόσιες αποθήκες
απ’ όπου τρυγούσε το βιος που μάζευαν τα μερμηγκάκια.
Το πουλί δούλευε για τη Φύση
κι η Φύση αποφάσισε να το ανταμείψει.
Θα το έστελνε σ’ ένα επίγειο παράδεισο,
όπου μόνο αποθήκες υπήρχαν.
Βοήθησαν και τα μερμηγκάκια να πάει
στον επίγειο παράδεισο το πουλί.
Τα φουκαριάρικα μερμηγκάκια ποτέ τους
δεν είχαν καταλάβει πως τα πουλιά ήταν ικανά
να καταβροχθίσουν καθετί γύρω τους.
Δεν είχαν καταλάβει πως ακόμη και οι περιστερές
έκρυβαν μέσα τους ένα όρνιο ή ένα γεράκι.