Μετρητής

Τρίτη, Ιουνίου 15, 2010

Διόδια στην πράξη

Επαναστάτησα πάλι.
Πέρασα δυο φορές την εθνική οδό
χωρίς να πληρώσω το χαράτσι.

Απλό ήταν.
Ζήτησα απ’ την υπάλληλο να σηκώσει τη μπάρα.
Αυτή είπε πως θα καλέσει τον υπεύθυνο.
Εγώ βγήκα αρρενωπά ημιθανής
κι έσυρα τη μπάρα στο πλάι.
Ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Πέρασα τα διόδια γλιτώνοντας 5,5 Ευρώ.
Τα έκλεψα απ’ τον εργολάβο,
την ώρα που το κράτος με ληστεύει.
Την ώρα που ο εργολάβος με ληστεύει.

Την επόμενη φορά θα ορμήσω ενάντια στο κράτος,
στο κράτος που υπηρέτησα με συνέπεια.

Ας έρθει κάποιος απ’ τους πολιτικάντηδες
να κατακρίνει την κλοπή μου.
Αρματολός κι αμαρτωλός δε θα γίνω.

Το Λόγο υπηρετώ.

Έτσι νιώθω κι εγώ…

Η τελευταία μέρα
Ξύπνησε αργά το πρωί, ευδιάθετος, ήπιε τον καφέ του και κάπνισε με απόλαυση. Τα χάπια που έπαιρνε κάθε πρωί δεν τα πήρε. Θα ήταν άχρηστα άλλωστε Στα εβδομήντα πέντε του χρόνια (σήμερα τα έκλεινε) είχε ζήσει πολλές αλλαγές στο μέρος που έμενε.
Η καταπληκτική εξέλιξη της τεχνολογίας έκανε τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας που διάβαζε όταν ήταν μικρό παιδί να φαίνονται απλοϊκές προφητείες.
Βέβαια υπήρξε και κάποιο κόστος… Μόλις που μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που πήγε εκδρομή στο δασάκι που ήταν κοντά στο σπίτι του πριν κτιστεί στη θέση του το τεράστιο εμπορικό κέντρο της Εταιρίας του λαού (πολυεθνική στην πραγματικότητα).
Επί έναν ολόκληρο χρόνο έπαιρνε σύνταξη. Ο νόμος όριζε ότι στα 74 όλοι ανεξαιρέτως οι εργαζόμενοι (εκτός των βουλευτών και των εκφωνητών των ΜΜΕ) θα έπαιρναν σύνταξη από τον έναν ασφαλιστικό φορέα, είτε δούλευαν στο Δημόσιο είτε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Βέβαια οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων εξαιρούντο.
Η σύνταξη αυτή παρείχετο για έναν ολόκληρο χρόνο. Στο χρόνο αυτό ο συνταξιούχος είχε τη δυνατότητα να ζήσει μια ανέμελη ζωή με δυο ταξίδια στο εξωτερικό και πέντε στη χώρα.
Με το κλείσιμο του χρόνου έρχονταν η μεγάλη μέρα του.
Σε εορταστική ατμόσφαιρα (ύστερα από αυστηρές οδηγίες από την πολιτεία), με την παρουσία των πλησιεστέρων συγγενών και δυο φίλων, που έπαιρναν ειδική άδεια (μετ’ αποδοχών), ο «εορτάζων» δέχονταν την τελευταία ιατρική φροντίδα από τον γιατρό του ΙΚΑ της περιοχής του. Η πολιτεία είχε φροντίσει το φάρμακο της ενδοφλέβιας ένεσης να είναι αποτελεσματικό και ανώδυνο. Έτσι ο αναχωρών μετέβαινε από τον ένα κόσμο στον άλλο χωρίς να υποφέρει.
Θυμήθηκε τις αντιδράσεις μερικών αναρχικών, που δε λέγαν να πειστούν ότι για να σωθεί η χώρα από τη χρεωκοπία θα πρέπει οι εργαζόμενοι να αποχωρούν από τη ζωή με το κλείσιμο του

εβδομηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας τους.
Με προσπάθειες από την πολιτεία και με τη βοήθεια των ΜΜΕ ο λαός είχε συνειδητοποιήσει πως με τον τρόπο αυτό:
Θα σώζονταν τα ασφαλιστικά ταμεία
Θα μειώνονταν δραστικά τα έξοδα υγειονομικής περίθαλψης
Θα βελτιώνονταν οι αποδοχές των εργαζομένων.
Ο νόμος όριζε πως οι πλησιέστεροι συγγενείς που δικαιούνται να κληρονομήσουν τον αποχωρούντα, θα πάρουν επίδομα αναχώρησης για την αντιμετώπιση των εξόδων ταφής ή καύσης.
Σε λίγη ώρα θα έρθει ο γιατρός, φίλος και συμμαθητής του στο Γυμνάσιο και οι δυο κολλητοί του,( συγγενείς δεν είχε), για την «τελετή» της αναχώρησής του. Ετοιμάστηκε στα γρήγορα και πήγε στο σαλόνι, έτοιμος για την υποδοχή τους. Έφτασαν σχεδόν μαζί ο γιατρός και οι φίλοι του. Πέρασαν στην τραπεζαρία, όπου τους περίμενε ένα πλούσιο γεύμα, προσφορά κι αυτό της πολιτείας, και αφού κάπνισε το τελευταίο τσιγάρο του, αστειευόμενος με το γιατρό, (το κάπνισμα σκοτώνει!!), πήγε στην κρεβατοκάμαρα ακολουθούμενος από το γιατρό και τους φίλους του. Αισθανόταν πιο άνετα που δεν είχε οικογένεια, καμιά φορά η γυναίκα ή τα παιδιά δημιουργούν πρόβλημα στην «αναχώρηση», ξάπλωσε στο κρεβάτι του και ο γιατρός ετοίμασε την ένεση. «Τυχερός είσαι», του είπε. «Εγώ που θα αναχωρήσω σε ένα μήνα, θα με περιποιηθεί εκείνος ο αχώνευτος ο Κώστας που κάνει ότι τα ξέρει όλα».
Η βελόνα μπήκε στη φλέβα του. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.
«Έφυγε ένας ακόμη συνειδητός πολίτης», σχολίασε ο γιατρός.