Ήταν απ’ τους πρώτους που γνώρισε ο άλλος όταν έφτασε στην πόλη . Δάσκαλος ήταν ο Μάγαρης κι επιπλέον ανήκε και στο «χώρο» .
Κανένας ποτέ δεν έμαθε ποιος ήταν ο περιβόητος χώρος . Ίσως ήταν κάτι σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ , όποιος έμπαινε μέσα κέρδιζε τη μελλοντική του πολιτική ανέλιξη . Απαραίτητη προϋπόθεση , για να μπεις στο «χώρο» , ήταν να δηλώνεις αριστερός .
Σ’ αυτό το χώρο συναντήθηκε με τον άλλο . Συνοδοιπόρησαν πολιτικά για πολλά χρόνια , κάνανε παρέα , κάποια στιγμή ο Άλλος πίστεψε ότι έγιναν και φίλοι . Ο Άλλος δεν είχε βεβαιωθεί απόλυτα ακόμα ότι ποτέ ένας καρμίρης δε γίνεται φίλος , ότι μόνο σαν τη βδέλλα κολλάει πάνω σου .
Κάποια χρονιά ξεκίνησαν να χτίζουν και οι δυο το σπίτι τους . Ο Μάγαρης το μέλαθρόν του , ο άλλος πάσκιζε με τα μπράτσα του να μεγαλώσει τις δυο καμαρούλες που του άφησε η γιαγιά του όταν πέθανε . Και οι δυο τους ζορίζονταν οικονομικά , όμως ο Μάγαρης ήταν αυτός που κλαιγόταν .
Έφτασε καλοκαίρι . Ο Άλλος πήρε τα τσαντίρια του , τη γυναίκα του και το γιο του , νοίκιασε και μια βάρκα στην Αλόννησο και φύγανε για διακοπές στο ερημονήσι τους . Ο Μάγαρης ήταν θλιμμένος .
- Δε μπορούμε να πάμε διακοπές φέτος , έλεγε . Δεν περισσεύουν λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες .
Τον λυπήθηκε ο Άλλος , φίλο του τον ένιωθε μέχρι τότε και τον κάλεσε να κάνουν μαζί διακοπές .
- Δε θα ξοδέψεις τίποτε σχεδόν εκεί πέρα , είπε . Άλλωστε τόσα χρόνια σας παρακαλώ να πάμε μαζί στο Νησί .
Δε χρειάστηκε να επιμείνει στην πρόσκλησή του . Αποδέχτηκε πρόθυμα ο Μάγαρης . Χάρηκε κι ο Άλλος που επιτέλους οι «φίλοι» θα περνούσαν τις διακοπές μαζί . Κυρίως τη συντροφιά της γυναίκας του επιζητούσε , που τη θεωρούσε καρδιακή Φίλη του μέχρι τότε . Το Μάγαρη τον είχε ήδη ψυχολογήσει . Οι αποδείξεις του έλειπαν μόνο …
Πήγε στο νησί με τη γυναίκα του ο Μάγαρης και κάθισαν καμιά εικοσαριά μέρες . Όλα σχεδόν ήταν πληρωμένα . Ψάρι άφθονο είχε ο ήρεμος κόλπος για να ταΐσει όλη την παρέα που βρέθηκε στο Νησί .
Μια μέρα , που ο Άλλος ψάρευε με το ψαροντούφεκο , οι υπόλοιποι πήγαν για τσαπαρί . Ήταν ο Βλάσης , η Μελίνα , η Καίτη κι ο Αποστόλης . Πήγαν για ψάρεμα με τη βάρκα και κει επάνω ο Μάγαρης τους αμόλησε το μυστικό :
- Δε θα ’ρχόμουν , είπε στους άλλους . Όμως αυτό το καλοκαίρι είχαμε οικονομικό πρόβλημα .
Ο Βλάσης τον άκουσε εμβρόντητος . Μετά από δυο μέρες , μόλις έφυγε ο Μάγαρης , είπε στον Άλλο «το και το» .
Έμεινε κάγκελο ο Άλλος . Οι αποδείξεις των ψυχολογικών του ενοράσεων έπαιρναν σάρκα και οστά πλέον …
Όταν γυρίσανε στην πόλη , βρεθήκανε στο σπίτι του Άλλου . Τον άρπαξε απ’ τα μούτρα μπροστά στη γυναίκα του και τον αδελφό της . Δεν είχε τίποτε να απαντήσει ο καρμίρης .
Ο κουνιάδος του προσπάθησε να μπαλώσει λίγο τα πράγματα . Τι να έκανε ; Άντρας της αδελφής του ήταν .
Ο Άλλος έφυγε τον ίδιο χειμώνα μαζί με τη γυναίκα του και το γιο τους για το Νησί . Πήγαν για να γλιτώσουν από κάτι τέτοιους μίζερους που τους είχαν καβαλήσει . Κουβαλούσε η γυναίκα του και το δεύτερο παιδί τους στη κοιλιά της . Ήταν υποχρεωμένη να έρχεται στην πόλη κάθε μήνα για να την παρακολουθεί ο γιατρός της .
Ο Μάγαρης ήταν άψογος πια . Την περίμενε έξω απ’ το δελφίνι και την πήγαινε στο σπίτι της … για να μαγειρέψει και να φάνε όλοι τους . Η γκαστρωμένη Δώρα γλίτωνε μ’ αυτό τον τρόπο τις πολλές μετακινήσεις . Πού να τρέχει στο σπίτι τους να τρώει και να γυρίζει πίσω στο μισοτελειωμένο γιαπί …;
Ο Άλλος γύρισε μετά από ένα χρόνο απ’ το Νησί …
Έπεσε πάνω στο γιαπί να το τελειώσει . Έφταναν Χριστούγεννα και το σπίτι δεν ήταν έτοιμο ακόμα . Ούτε στο σπίτι του Μάγαρη είχαν τελειώσει οι εργασίες .
- Τι θα κάνετε την παραμονή ; ρώτησε ο Μάγαρης .
- Θα πάμε στο Μήτσο , απάντησε ο Άλλος . Το δικό μας σπίτι δε μπορεί να φιλοξενήσει κόσμο .
- Εμείς δεν έχουμε πού να πάμε .
Τόσα χρόνια δεν είχε βρει άλλο αποκούμπι , ο τρισάθλιος .
Ο Άλλος τους συμπόνεσε για άλλη μια φορά , για τελευταία φορά . Τους κάλεσε να έρθουν μαζί τους στο Μήτσο . Είχε το θάρρος να καλέσει όποιον ήθελε στο σπίτι του φίλου .
Πάλι ο Μάγαρης δέχτηκε πρόθυμα την πρόσκληση . Δεν είχε κανένα πρόβλημα , γιατί το Μήτσο τον συναντούσε καθημερινά στο σπίτι του Άλλου .
Πήγαν και οι δυο οικογένειες και κάνανε το ρεβεγιόν τους στο Μήτσο . Ο Άλλος ένιωθε οικοδεσπότης , έσφαξε και μαγείρεψε τον κόκορά του , πήρε και τα κρασιά του . Ο φουκαράς ο Μάγαρης ήταν ξένος , είχε και το σπίτι που έχτιζε κι έτσι ήρθε με άδεια χέρια .
Όχι με άδεια , έφερε κι ένα μπουκάλι κρασί , που του είχαν φέρει δώρο πριν πέντε χρόνια . Είχε παλιώσει το κρασί …
Πέρασαν μήνες . Το Μάη ο Μάγαρης μετακόμισε στο καινούριο του σπίτι , λίγες μέρες πριν τη γιορτή του . Ο Άλλος , μαζί με το Μήτσο, αποφάσισαν να πάνε σπίτι του ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου . Πήραν και δώρα εορταστικά , πήραν και για τα καλορίζικα του σπιτιού κι έφτασαν . Τους υποδέχτηκαν με χαρά , τους κέρασαν και γλυκό και ποτό , έτσι όπως συνηθίζεται σ’ όλα τα καθωσπρέπει σπίτια . Τους ξενάγησαν και στο μέλαθρον , που κόστισε άπειρα φράγκα .
Η ώρα περνούσε και οι φιλοξενούμενοι δεν έφευγαν . Ο Μάγαρης καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα εξαιτίας της αρμένικης βίζιτας . Είχαν και παιδιά οι μουσαφίρηδες .
Τα παιδιά έχουν μια φοβερή όρεξη για μακαρόνια . Το μυαλό του Μάγαρη άστραψε ξαφνικά .
- Δε μαγειρεύεις μια μακαρονάδα , είπε στη γυναίκα του . Κάνε και καμιά σάλτσα .
- Δεν έχουμε κεφαλοτύρι , απάντησε εκείνη .
- Έχουμε φέτα , την αντίκοψε ο Μάγαρης .
Οι μουσαφιραίοι καταδέχτηκαν κι έφαγαν το πλούσιο δείπνο . Ήταν ευγενικοί και δε σηκώθηκαν να φύγουν .
Είχαν μάθει ότι εκείνη τη μέρα απεργούσαν όλες οι πιτσαρίες και τα ψητοπωλεία της πόλης κι έτσι δεν έφτυσαν τον οικοδεσπότη .
Από κείνη τη βραδιά ο Άλλος άρχισε να θυμώνει και να προσέχει τους καρμίρηδες . Καρμίρηδες στην καρδιά , καρμίρηδες και στην τσέπη , έλεγε .
Βρέθηκε άλλη αφορμή για να απαλλαγεί απ’ τη μιζέρια του Μάγαρη ο Άλλος . Χώρισαν πολιτικά κι έτσι γλίτωσε . Όμως παρακολουθούσε την πορεία της καρμιριάς του.
Του άρεσαν τα κεράσια του Μάγαρη , αλλά τα κεράσια είναι ακριβά . Όταν αγόραζε , πήγαινε στο σχολείο με ένα σακουλάκι γεμάτο και ήξερε τον τρόπο να γλιτώσει τα κεράσια του απ’ τους άλλους καρμίρηδες . Έβγαζε ιεροτελεστικά ένα κεράσι απ’ το σακουλάκι , το έτρωγε με επιδεικτική απόλαυση και εξίσου επιδεικτικά έφτυνε το κουκούτσι μέσα στο ίδιο σακούλι .
- Το κάνω επίτηδες , έλεγε ο ανεγκέφαλος , για να μη μου τα φάτε !
Δεν πίστευαν στα μάτια τους οι άλλοι , όμως ο Μάγαρης δε χαμπάριζε από τέτοια . Είχε προ οφθαλμών ένα στόχο υψηλό: τη μεγιστοποίηση της περιουσίας του .
Αγόραζε γαίες , αγόραζε ακίνητα , πάτσιαζε χρήμα για τα γεράματά του .
Έγινε και οικολόγος . Αυτόνομος . Δεν τον χωρούσε καμιά κίνηση και καμιά ομάδα . Έγινε και βιοκαλλιεργητής …
Είχε και δεν είχε εκατό τετραγωνικά μέτρα κήπο στο σπίτι του και τον αξιοποίησε στο έπακρο . Καλλιεργούσε λαχανόκηπο , είχε και δέκα κότες . Φίλους δεν απόκτησε ποτέ .
Όταν μια φορά του περίσσεψε ενάμισι κιλό σπανάκι το πήγε σε μια οικολογική αγορά που λειτουργούσε στην πόλη και το αντάλλαξε με δυο ρολά κωλόχαρτο .
Μια άλλη μέρα πήγε εφτά αυγά στην αγορά . Πήγαινε συχνά εκεί το περίσσευμά του κι έτσι ο μαγαζάτορας ήξερε πόσα χρήματα θα του έδινε . Μόλις τα πήρε στα χέρια του κοίταξε το μαγαζάτορα και του είπε :
- Μου χρωστάς ακόμα είκοσι δραχμές .
- Γιατί , έκανε έκπληκτος ο άλλος .
- Το ένα αυγό είναι δίκροκο .
- Πού το ξέρεις , ρώτησε ο μαγαζάτορας .
- Δεν ξέρω τις κότες μου ; έκρωξε ο Μάγαρης .
Ο Μάγαρης ήξερε τα πάντα , ακόμα και τι έβγαζε απ’ τον κώλο της η κότα .
Τα γονίδια που κουβαλούσε τον βοηθούσαν να κερδίζει κι απ’ τον κώλο της κότας .
Κέρδιζε από παντού . Καθημερινά αυτός και η γυναίκα του κλαίγονταν πως δεν τη βγάζουν οικονομικά , όμως κάθε λίγο οι Άλλοι μάθαιναν για βαρύτιμες αγορές ακινήτων .
Δε ζήλευαν οι Άλλοι για τις αγορές αυτές .
Απλά λυπόντουσαν που τον βοηθούσαν , χρόνια ολόκληρα , για να μαζέψει αυτό το βιος .
Υ.Γ.
Το διήγημα αυτό γράφηκε πριν εφτά χρόνια
και δημοσιεύτηκε σ’ ένα βιβλιαράκι μου
με τίτλο «Καρμίρηδες».
Χιλιάδες διάβασαν το βιβλιαράκι,
όμως εγώ μόνο ογδόντα πούλησα…