Έγινα χριστιανόπουλο από μικρός, κάτω απ’ την καθοδήγηση της μάνας. Δε μπορούσα εγώ να ξεφύγω απ’ το σύνδρομο του οιδιπόδειου κι ακολούθησα τα βήματα που αυτή μου έδειχνε. Η φουκαριάρα, μια και δεν έβλεπε καλά με τα μάτια της, προσπαθούσε να δει με τα μάτια της ψυχής της. Έβλεπε οράματα και στα ξύπνια της και στον ύπνο της. Συχνά έβλεπε την Παναγιά να έρχεται κοντά της και να μιλάει μαζί της και να της εμπιστεύεται διάφορα μυστικά.
Οι γειτόνισσες στο καμαράκι της Κωνσταντά που μέναμε, εκστασιασμένες άκουγαν τη μάνα να διηγιέται τα οράματά της. Εγώ έβλεπα τις γειτόνισσες να σταυροκοπιούνται φεύγοντας και να σιγομουρμουρίζουν ότι «είναι άγια γυναίκα». Τα άκουγα όλα χωρίς να τα πολυκαταλαβαίνω τότε.
Τώρα πια καταλαβαίνω ότι ήταν πράγματι άγια, ήταν ένα από κείνα τα αγνά πλάσματα που σέρνουν το σαρκίο τους στα σκοτεινά. Αν υπήρχε αληθινή εκκλησία, αυτά τα πλάσματα έπρεπε να ανακηρύξει αγίους κι όχι τους μπαγαπόντηδες και τους υποκριτές.
Οι άγιοι προχωρούν στα σκοτεινά, δεν γίνονται ποτέ εικονίσματα που τα εκμεταλλεύονται τα τρωκτικά παπαδαριά για να γεμίσουν τις τσέπες τους και να αποχαυνώσουν τις μάζες.
Ευτυχώς η μάνα δεν αγίασε. Πρόλαβε όμως να μπολιάσει εμένα με την αγιοσύνη της.
Από μικρός δέθηκα με την εκκλησία. Παπαδάκι στην αρχή, όπως τα περισσότερα παιδιά εκείνης της εποχής. Σηκωνόμουνα απ’ τις πέντε το πρωί για να τρέξω στην εκκλησία. Τα θολά μάτια της μάνας δάκρυζαν που έβλεπαν το βλαστάρι της να οδεύει στο δικό της ενοραματικό δρόμο.
Ο πατέρας με έσπρωξε παράλληλα στον προσκοπισμό, φυτώριο τότε για τους μέλλοντες επικυρίαρχους.
Πρωί-πρωί παπαδάκι, μετά στα λυκόπουλα. Εκεί μελέτησα τους λύκους για πρώτη φορά στη ζωή μου και πρωτόνιωσα ότι δεν μπορούσα να γίνω ένας απ’ αυτούς. Ασυνείδητα στην αρχή. Αργότερα, ενήλικος, αυτό θα γινόταν συνειδητά.
Δεν κατάφερα όμως μέχρι σήμερα να ξεκαθαρίσω αν εκείνο το πιτσιρίκι ντυνόταν παπαδάκι από θρησκευτική παρόρμηση ή απ’ την ανάγκη που είχε να παίρνει κάθε Κυριακή το δίφραγκο απ’ τους επιτρόπους της εκκλησίας. Αυτή ήταν η αμοιβή για το θεάρεστο έργο που επιτελούσαμε.
Με την παρατηρητικότητά μου όμως έβλεπα τους επιτρόπους να χώνουν κρυφά στις τσέπες τους κάποια κατοστάρικα. Το παγκάρι αλάφρωνε λίγο, αλλά ο Αϊ - Νικόλας δεν είχε ανάγκη χρημάτων. Μεγαλύτερες ανάγκες είχαν όλοι αυτοί οι μεγαλοσταυρήδες, που μ’ αυτό τον τρόπο αυγάταιναν το βιος τους και ταυτόχρονα καπηλεύονταν τον τίτλο του χριστιανού.
Τίτλος χρήσιμος ανά τους αιώνες.
Όταν έγινα εννιά χρονών αναβαθμίστηκε η επιχείρηση παπαδάκι. Άρχισα να συνοδεύω τις κηδείες, απ’ τον Αϊ-Νικόλα μέχρι το νεκροταφείο. Μακρύς ο δρόμος, με το εξαπτέρυγο αναπεπταμένο μες στο λιοπύρι ή μέσα στο κρύο και τη βροχή, όμως ήταν το κέρδος μεγαλύτερο.
Μας έδιναν ολόκληρο τάλιρο οι συγγενείς, ήταν χουβαρντάδες σε σχέση με τους επίτροπους...
Αργότερα ανέβηκα και στο ψαλτήρι, για κάνα χρόνο. Ήταν δεξής ψάλτης ο μεγάλος κατοπινά Χατζημάρκος.
Με παρότρυνε σ’ αυτό ο πατέρας, που είχε μια μέντα με τη βυζαντινή μουσική. Είχε μέντα και με τις καντάδες. Έπαιζε και στην κιθάρα κάποια ακομπανιαμέντα και τραγουδούσε κιόλας. Μερακλής, όσες φορές η οικονομική κατάσταση του σπιτιού το επέτρεπε. Και παρόλη τη φτώχια μας τα κατάφερνε κάθε φορά που είχαμε γιορτή να γεμίζει το σπίτι μας κόσμο. Ο πατέρας ετοίμαζε μεζεδάκια, είχε γεμάτη τη νταμιτζάνα με ρετσίνα. Η μάνα γκρίνιαζε για τη σπατάλη, αλλά αυτός έκανε το κέφι του. Το μόνο που δεν κατάλαβε ποτέ ο πατέρας είναι ότι κανένας απ’ αυτούς που έρχονταν να φάνε και να πιούνε δεν έκανε το ίδιο στη δική του γιορτή. Αυτοί κέρναγαν μπεζέδες και σοκολατάκι και το απαραίτητο λικέρ. Όμως ο πατέρας ήταν Ρουμελιώτης, δεν είχε πηλιορείτικη καταγωγή.
Εγώ μάζευα εικόνες για να τις προσθέσω στα γονίδιά μου. Σε λίγα χρόνια θα επαναλάμβανα, αυτόνομος πια οικονομικά, τις ίδιες ιστορίες…
Με το Χατζημάρκο όμως δε συνέχισα. Δεν ήταν δάσκαλος για κανένα. Ήθελε απλά να έχει μια κουστωδία τριγύρω του και να ναρκισσεύεται. Κοίταζε ψηλά κι έφτασε ψηλά.
Έξι χρονών κατέβηκα για πρώτη φορά στην Αθήνα. Απέναντι απ’ τα καμαράκια της Κωνσταντά ζούσε η θεία Ελισάβετ, μια μισοανάπηρη γριούλα. Με έβλεπε σαν ψυχογιό της, εγώ τη φώναζα ψυχομάνα.
Η ψυχομάνα ήταν και χατζίνα, γιατί είχε επισκεφτεί πριν χρόνια τα Ιεροσόλυμα. Είχε κοινά με τη Φυλίτσα, την αναπηρία και την αγιοσύνη. Η αγιοσύνη τους ήταν ίδια, στην αναπηρία είχαν διαφορές.
Η ψυχομάνα δε μπορούσε να σταθεί και να περπατήσει χωρίς στήριγμα. Τα πόδια της ήταν οι πιο τέλειες «παρενθέσεις» που είχα δει στη ζωή μου. Μόνο όταν πατούσε και στα δυο κατάφερνε να σταθεί για λίγο χρόνο όρθια, χωρίς να πέφτει. Αν στεκόταν στο ένα έπεφτε.
Έπρεπε να έχει κάποιον δίπλα της και να τη στηρίζει. Η μάνα της έδινε το χέρι της να κρατηθεί, η ψυχομάνα την οδηγούσε με τα μάτια της. Είχαν γίνει ένα ντουέτο, όπου η μια συμπλήρωνε την άλλη.
Το ’χε τάμα να επισκεφτεί στα Σπάτα το μοναστήρι της Αγίας Φωτεινής η ψυχομάνα. Είχε και μια σύνταξη που της επέτρεπε να έχει μια οικονομική άνεση, που στα μάτια τα δικά μας φάνταζε ως ευμάρεια. Αποφάσισε το ταξίδι στην Αθήνα και πήρε τη μάνα κι εμένα μαζί της.
Η Φωτεινή είχε δει τον Ιησού να κατεβαίνει κοντά της, να κάθεται δίπλα της σ’ ένα μεγάλο βράχο και να μιλάει μαζί της. Ένα απ’ τα πολλά θαύματα που γίνονταν ακόμα εκείνα τα χρόνια της μεταφυσικής αφέλειας. Ίδια μ’ αυτά που συμβαίνουν ακόμη και στις μέρες μας.
Το θαύμα το καρπώθηκε αμέσως το ιερατείο. Έστησε στα γρήγορα ένα μοναστηράκι και άρπαζε τις προσφορές των πιστών, που συνέρεαν για να προσκυνήσουν το βράχο, πάνω στον οποίο είχαν μείνει τα σημάδια απ’ τις πατούσες του Ιησού.
Μας έδειχνε η καλόγρια τα σημάδια και σταυροκοπιόταν κάθε φορά που ανάφερε τον Ιησού. Η μάνα και η ψυχομάνα δάκρυζαν, εγώ ταξίδευα μαζί με τον Ιησού.
Η καλόγρια έβλεπε την αφοσίωσή μας με την άκρη του ματιού της. Θέλησε να μας βοηθήσει ακόμα περισσότερο. Είπε στη μάνα ότι μπορεί να της πουλήσει ένα μικρό πετραδάκι από τον αγιασμένο βράχο για πενήντα δραχμές, κάπου δέκα χιλιάδες σημερινά χρήματα.
Η μάνα ταξίδεψε αμέσως στους εφτά ουρανούς. Έβγαλε το κομπόδεμα και της μέτρησε το πενηντάρι. Την ίδια κιόλας μέρα έραψε το πετραδάκι σ’ ένα χαϊμαλί και το παραμάνιασε στη μάλλινη φανέλα της…
Η καλόγρια θα πρέπει να έγινε πλούσια εκείνα τα χρόνια, πιθανό να έκανε πλούσιους κι όσους απ’ το ιερατείο της έδιναν τη «θεία» κάλυψη της πώλησης του ιερού βράχου. Δεν ξαναπήγα στα Σπάτα από τότε για να δω αν έμεινε τίποτε απ’ το βράχο. Άπειρος πρέπει να ήταν ο βράχος, όπως ήταν κάποτε άπειρος και ο τίμιος σταυρός.
Θαύματα δεν έκανε ο Χριστός, τα έκανε το ιερατείο του.
Στα επόμενα παιδικά μου βήματα όμως το πετραδάκι αυτό θα με βοηθούσε να προκόψω στα γράμματα. Κάθε φορά που ήταν να δώσω εξετάσεις στο σχολείο, η μάνα το έβγαζε απ’ το χαϊμαλί, το βουτούσε σ’ ένα ποτήρι νερό και μου έδινε να πιω το νερό.
- Το αγιασμένο νερό θα σε βοηθήσει, έλεγε η μάνα.
Τα μάτια της δεν την άφηναν να δει ότι εγώ διάβαζα κιόλας, με τα μάτια της ψυχής της μόνο πραγμάτωνε κάθε πόθο της.