Προχτές βράδυ, στις 7.30, χώθηκα πάλι σε στέκι.
Καινούριο στέκι για τους διαφορετικούς,
αλλά και γι’ αυτούς που το παίζουν διαφορετικοί.
Κυρίως για τους δεύτερους…
Είδα φάτσες απ’ τα παλιά και φάτσες καινούριες.
Φάτσες καθαρές και φάτσες ύπουλες, ψεύτικες.
Ο φίλος παρουσίαζε το πρώτο βιβλίο του
και έφερνε στο φως αρχαίες ιδέες
για το πώς θα μπορούσαν να ζήσουν οι άνθρωποι,
οι άνθρωποι οι κατέχοντες Λόγον
και που θα τον μετέδιδαν στους απλούς ανθρώπους.
Η Τοπικοποίηση ήταν το θέμα του βιβλίου,
κι αυτήν την τοπικοποίηση την ψάχνω από μικρός.
Την έψαχνα αργότερα, ώριμος, μέσα σε φίλους.
Την έψαχνα μέσα σε ομάδες και παρατάξεις,
την έψαχνα χωρίς κομματικό φασισμό.
Αποφάσισα να εγκαταλείψω την πόλη,
την πόλη που μεγάλωσα
και που θέλησα να της δώσω το «βιος» μου.
Έφυγα για το Χωρίον και περίμενα να βρω εκεί
την τοπικοποίηση του Κολέμπα.
Μόχθησα μέσα στο Χωρίον, με τους ντόπιους,
μόχθησα και με τους άλλους φερτούς «οικολόγους».
Τον περίλαμπρο ατομισμό συνάντησα.
Τον ίδιο που βρίσκεις και μες στην πόλη,
μόνο που εκεί υπάρχει το άλλοθι του άγνωστου.
Για ποια τοπικοποίηση μιλάς, φίλε Γιώργο;
Στη φυσική κοινωνία ο άνθρωπος αισθάνεται κάποιον δικό του μόνο εφόσον τον γνωρίζει φυσιογνωμικά – ή τουλάχιστον αυτούς με τους οποίους έχει συγγένεια αίματος ή μύθου . Όποιος βρίσκεται έξω από την οικογενειακή , συγγενική ή φυλετική δομή είναι ξένος , καθώς ενσαρκώνει τη ριζική διαφορετικότητα , το απρόβλεπτο , την απειλή , γι’ αυτό, όπως συμβαίνει στη φύση , πολεμιέται , κυνηγιέται - αν δε σκοτώνεται .
Επομένως η φυσική κοινωνία είναι μια πρωτόγονη και αδύναμη μικρή κοινωνία , της οποίας υπολείμματα , στην Ευρώπη τουλάχιστον , υπάρχουν ακόμα και σήμερα κυρίως στα ορεινά και νησιωτικά μέρη .
Αυτά έγραφε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, φίλε Γιώργο,
πριν διακόσια πενήντα χρόνια .
Το ίδιο γινόταν και πριν χιλιάδες χρόνια .
Αυτό που γίνεται μέχρι και σήμερα .