Κάτι σαν πρόλογος
Είχα νιώσει νωρίς τον μπάτσο στο πετσί μου.
Πρωτοετής φοιτητής ακόμα, στα σώσματα της γενιάς του 114, έφαγα το πρώτο ξύλο κάπου εκεί στην Πανεπιστημίου. Ήταν η εποχή των αποστατών κι εγώ έτρεχα να διαδηλώσω για τον «αρχηγό» μου, τον Αντρέα.
Όταν γύρισα στο Βόλο για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές είχα ένα επίδεσμο στο σβέρκο. Στον πατέρα μου είπα πως ήταν μαυρή, του έκρυψα πως ήταν το σημάδι του ξύλινου κλομπ. Κατατρεγμένος ήταν ο πατέρας, η ανεργία μάστιζε το σπίτι για χρόνια ένεκα του προπατορικού ολισθήματος στον εμφύλιο. Δεν ήθελε ο γιος του να πάθει το ίδιο και γι’ αυτό τον μεγάλωνε με εκκλησία και Καραμανλή. Το γονίδιο όμως αποδείχτηκε πιο ισχυρό από την οικογενειακή γαλούχηση.
Μετά ήρθε η χούντα κι εγώ δεν ήθελα να βάλω μυαλό. Νόμιζα πως έπρεπε ν’ αγωνιστώ για να ’ρθει η δημοκρατία στον τόπο. Δεν είχα προλάβει να ζήσω τη δημοκρατία μέχρι τότε, μόνο χούντες διαφόρων αποχρώσεων είχα γνωρίσει.
Όταν μετά από χρόνια άκουγα από εκείνους τους όψιμους αντιστασιακούς για τη βία των αστυνομικών οργάνων μέσα στα χρόνια της χούντας γελούσα. Είχαν ξεχάσει πως αυτά τα όργανα δεν είχαν τα προνόμια του αστυνομικού κράτους που στήθηκε μετά τον εμφύλιο. Η χούντα κατάφερε να ενώσει το λαό με την επίδειξη των τανκς, αργότερα θα κατάφερνε το ίδιο και ο «σοσιαλισμός» με πιο έξυπνα όπλα. Αυτός είχε το συνδικαλισμό και τα ΜΜΕ στα χέρια του, δεν χρειαζόταν τα τανκς και τα ξερονήσια. Κατάφερνε να εξορίζει τους Πολίτες μέσα στην ίδια τους την πόλη.
Δεν υπήρξα αντιστασιακός, απλά δεν προσκύνησα όπως όλοι οι άλλοι δίπλα μου. Αντιστάθηκα αφήνοντας μακριά μαλλιά και τραγουδώντας Θεοδωράκη, είχα ανοιχτό το στόμα μου μέσα στο πανεπιστήμιο την ώρα που οι άλλοι λακίζανε σοφά και γλίτωναν. Αυτά με οδήγησαν στη γνωριμία μου με τους μεγάλους μπάτσους του Σπουδαστικού της Μπουμπουλίνας.
Ο θεός να τους έχει καλά, βοήθησαν άθελά τους να γνωρίσω τον κόσμο καλύτερα.
Δυο τρία σκαμπίλια έφαγα μόνο στη Μπουμπουλίνας. Όταν η χούντα έπεσε έμαθα πως … εκατομμύρια Έλληνες είχαν φάει φάλαγγα και εικονικές εκτελέσεις κι ότι είχαν βασανιστεί με άγριο τρόπο στην «ταράτσα» και στην ΕΑΤ-ΕΣΑ. Γνώριζα πολύ κόσμο τότε στην Αθήνα, κόσμο της αριστεράς, αλλά δεν είχα την τύχη να πέσω πάνω σε κάποιον «βασανισμένο».
Στη μεταπολίτευση τα πράγματα ήταν πιο άγρια. Η χούντα σου έδειχνε το πέος της ασύστολα και σου ’λεγε να κάτσεις στ’ αυγά σου. Ο Καραμανλής έφερε τη «δημοκρατία» και τα ΜΑΤ. Το ξύλο ήταν δημοκρατικό πλέον, ήθελε να σώσει τη «δημοκρατία» από κείνους που ποθούσαν τη δημοκρατία.
Ταυτόχρονα η δογματική αριστερά δημιουργούσε τα δικά της ΚΝΑΤ. Αυτά λιανίζανε καλύτερα το χώρο της σκεπτόμενης αριστεράς, χωρίς αμοιβή, τα ΜΑΤ του Καραμανλή λιάνιζαν για τον πενιχρό μισθό τους.
Ύστερα ήρθε η Αλλαγή του Αντρέα. Αυτός εξανθρώπισε τους μπάτσους, τους έκανε πράσινους. Οι μπάτσοι γίνονταν αργά-αργά σοσιαλιστές, χωρίς εισαγωγικά. Είχαν δει τα μάτια τους πολλά, περισσότερα απ’ όσα είχαν δει οι «αντιστασιακοί» με τις παρωπίδες δίπλα στα μάτια και το κέρδος βαθιά μέσα στα μάτια φωλιασμένο.
Όσο περνούσαν τα χρόνια οι μπάτσοι ισοπεδώνονταν όλο και περισσότερο. Οι ίδιοι μέχρι τότε, με το εντεταλμένο κυνήγι τους, συντηρούσαν την ελπίδα. «Οι ιδέες μοιάζουν με καρφιά κι όσο πιο πολύ τις χτυπάς τόσο πιο πολύ μπήγονται», αυτό ήταν ένα απ’ τα προσφιλή θέματα έκθεσης που έδινα στους μαθητές μου.
Ο εκσυγχρονισμός οικειοποιήθηκε φραστικά όλα τα αριστερά ιδεολογήματα, έσυρε και τους «αριστερούς» στην εξουσία κι ισοπέδωσε κάθε αντίσταση κοινωνική. Οι μπάτσοι έχασαν τη δύναμη και την αίγλη των περασμένων χρόνων. Τους έμενε χρόνος να σκέφτονται τώρα πια, δεν έτρωγαν το χρόνο τους στο κυνήγι των διαφορετικών. Οι εκσυγχρονιστές κατάφεραν να εξαφανίσουν τους διαφορετικούς και να επιβάλουν τις αρχές της παγκοσμιοποιημένης απραξίας. Μόνο κάποιους γέρους συνταξιούχους έβγαιναν πότε-πότε να κυνηγήσουν και κάποιους μαθητές που ξεσηκώνονταν για τις απανωτές και βάρβαρες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ήταν ήπιοι τώρα οι μπάτσοι, είχαν χάσει την προϊστορική μανία τους. Εξανθρωπίστηκαν και συζητούσαν με διαφορετικούς, που είχαν καταφέρει να επιζήσουν. Καταλάβαιναν πως ο κίνδυνος παραμόνευε και για τους ίδιους τώρα πια. Καταλάβαιναν όσα δεν ήθελε να σκεφτεί κανένας «αριστερός» τω καιρώ εκείνω.
Τους μελετούσα χρόνια τους μπάτσους, ποτέ δεν κατάφερα να ουρλιάξω εκείνο το φοβερό σύνθημα «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Έβλεπα ότι τα γουρούνια και οι δολοφόνοι άλλα λειτουργήματα υπηρετούσαν. Ήταν οι μεγαλόσχημοι πολιτικοί και το υποκριτικό ιερατείο, ήταν οι γιατροί με τα φακελάκια και οι ανέραστοι δάσκαλοι, ήταν οι δικηγόροι και οι μεγάλοι εργολάβοι, ήταν η ίδια η οικογένεια που είχε στρέψει όλη τη δύναμη της ψυχής της σε παράνομους βιοπορισμούς.
Δεν ήταν διαφορετικοί οι μπάτσοι απ’ όλους εμάς. Η στολή μόνο τους έκανε να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους υπόλοιπους «ευυπόληπτους» πολίτες. Στον πόλεμο μεταξύ της μαφίας και των μπάτσων ήμουνα πάντα στο πλευρό των δεύτερων. Η μαφία πάντα κατάφερνε να εξαγοράζει τους μπάτσους και να τους στρέφει ενάντια στο Καλό. Τώρα η μαφία δεν τους είχε ανάγκη, είχε άλλους μπάτσους στο πλευρό της. Είχε εφεύρει τους δημοσιογράφους κι αυτοί χωρίς κλομπ και δακρυγόνα πετύχαιναν καλύτερα αποτελέσματα.
Με τα δακρυγόνα και το κλάμα καθαρίζουν τα μάτια και βλέπεις καλύτερα, με κείνα τα τηλεοπτικά υπνωτικά ο νους χάνει το δικαίωμα της αντίστασης. Για τηλε-καημένους θεατές μίλησε ο Λαζόπουλος σε κάποια εκπομπή του.
Για τηλε-καμένους μιλούσα εγώ.
Οι μπάτσοι είναι άχρηστοι πια. Όταν κάποτε τους χρειαστούν θα δείξει πως η Ελπίδα, το μικρό πουλί της Πανδώρας, έχει αρχίσει να βρίσκει το δρόμο της επιστροφής.
Τι μπορεί να σου κάνει όμως αυτό το πουλάκι;
Με μπάτσους ή χωρίς μπάτσους
ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΕ Θ’ ΑΛΛΑΞΕΙ ΠΟΤΕ …
Εγώ απλά κατάλαβα πως το γονίδιο του μπάτσου κυκλοφορεί μέσα στον καθένα μας, έτσι όπως κυκλοφορεί το γονίδιο του γουρουνιού και του δολοφόνου.
Αν χαθούν τα γουρούνια και οι δολοφόνοι είναι σίγουρο πως θα χαθεί κι ο μπάτσος.
Συμπλήρωμα προλόγου
«Οι φίλοι μου οι μπάτσοι» ήταν ο αρχικός τίτλος αυτών των διηγημάτων. Ο καρντάσης ο Γιάννης, ο Σαμοθρακίτης, έδωσε τον χαριτωμένο αυτό τίτλο «Η φίλη μου η Μπάτση».
Τον οικειοποιήθηκα ακριβώς επειδή ήταν χαριτωμένος, χωρίς πρόθεση να ειρωνευτώ τον αναγκαίο θεσμό της μαφιόζικης βίας που κυριαρχεί χιλιάδες χρόνια, από τότε που οι κλέφτες προσπαθούν να περισώσουν τα κλοπιμαία τους.
Είναι μερικές φορές που η σημασία των λέξεων περνάει απαρατήρητη, ακόμα και στη δική μας γλώσσα, την έντονα σημειολογική και ταυτόχρονα εννοιολογική.
Πολλές φορές συνάντησα μέσα στα βιβλία της Ιστορίας τους δορυφόρους, τη σημασία της λέξης τη σταματούσα στο «δόρυ φέροντας» κι ο νους μου ποτέ δεν τη συνέδεσε με τις ανακαλύψεις της αστροναυτικής ή ίσως η σύνδεσή της με την αστροναυτική να έμενε μόνο στη σφαίρα των τύπων κι όχι της ουσίας.
Οι δορυφόροι ήταν σωματοφύλακες των παλιών αφεντάδων, περιτριγύριζαν τον άνακτα και με το δόρυ τους προστάτευαν τα ανομήματά του. Είναι ένα από τα πρώτα ονόματα που έχει παραδώσει η ελληνική ιστορία για σώματα καταστολής.
Πέρασαν χρόνια και κάποτε σε κάποιο τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό προσπάθησα να αναλύσω τα μέσα καταστολής που έχει στα χέρια της η εξουσία ώστε να προστατεύεται απ’ τους επίδοξους σφετεριστές της. Ασχολήθηκα με το ιερατείο το δάσκαλο και τον μπάτσο και στο τέλος κατέληξα πως αυτά τα τρία μέσα έχουν από καιρό υποκατασταθεί από ένα μοντέρνο μέσο που είναι τα ΜΜΕ.
Τότε το μυαλό μου συνέλαβε αστραπιαία το σατανικό πνεύμα της μαφίας που κυβερνούσε πάντα τον πλανήτη, άλλοτε χωρίς μάσκα κι άλλοτε κουκουλωμένη.
Τα ΜΜΕ χωρίς τους δορυφόρους δεν έχουν την απαιτούμενη δύναμη για να επιβάλουν την παγκόσμια Τάξη. Οι δορυφόροι δεν φέρουν πλέον δόρυ χάλκινο, το δόρυ τους εκτοξεύει τώρα
κύματα που ναρκώνουν τη σκέψη.
Οι δορυφόροι είναι άχρηστοι πλέον, διακοσμούν τους άρχοντες ή είναι όργανα της μαφίας.
Απ’ τους δεύτερους κινδυνεύουν και οι άρχοντες και οι πολίτες. Οι δορυφόροι είναι ακίνδυνοι, έχουν γίνει πλέον δημόσιοι υπάλληλοι, συνδικαλίζονται ελεύθερα και παρανομούν ελεύθερα και ισότιμα με τους άλλους δημόσιους υπάλληλους. Έχουν πια κατακτήσει όλες τις ωφέλειες της διαπλοκής, όπως και οι άλλοι υπάλληλοι.
Δεν είναι επικίνδυνοι πια οι δορυφόροι, τα όπλα τους έχουν διακοσμητική δύναμη. Η καταλυτική δύναμη υποταγής των μαζών βρίσκεται στις κεραίες των δορυφόρων.
Οι δορυφόροι επιδεικνύονται όπως οι μπαμπούλες στα μικρά μας χρόνια, μόνο στη θέα του τροχονόμου νιώθει δέος ο πολίτης. Είναι το ίδιο δέος που νιώθουν οι μικρομεσαίοι στη θέα του εφοριακού.
Ένας φοροεισπράκτορας είναι ο δορυφόρος, μοιράζει κλήσεις και πρόστιμα στους πολίτες. Μπορεί να του δίνουν πότε-πότε το κράνος και την ασπίδα και το κλομπ, αλλά αυτά είναι μόνο η κάλυψη για τους δορυφόρους που ελέγχουν τη σκέψη μας.
Δορυφόροι είναι πλέον οι δημοσιογράφοι, που κυκλοφορούν με την ίδια έπαρση των παλιών δορυφόρων. Αυτοί είναι το νέο όπλο της μαφίας.
Το δορυφόρο τον έβλεπες, ήταν ένας ένστολος μπράβος που σου έδειχνε τα όπλα του και σου απαγόρευε τη δράση κατά της «νόμιμης» βίας των αρχόντων. Όπλο του δημοσιογράφου είναι το χαμόγελο, ένα ηλίθιο χαμόγελο που αποκοιμίζει τη σκέψη με κούφιο λόγο και περίσσια πειστικότητα. Είναι το δώρο εκείνων των άθλιων σοφιστών του 5ου π.Χ. αιώνα που χάρισαν στους αστούς των ημερών μας για να εγκαθιδρύσουν το πολίτευμα της δημοκρατορίας.
Τους δορυφόρους μην τους φοβάσαι στις μέρες μας, το νου σου να τον έχεις στραμμένο στους δορυφόρους που ελέγχουν Κρίση και Λόγο. Αυτός είναι ο οργουελικός κίνδυνος.
Υ.Γ.
Ο πρόλογος αυτός δημοσιεύτηκε στο βιβλίο μου «Η φίλη μου η Μπάτση».
Τον αφιερώνω σ’ ένα παλιομαθητή μου, που νομίζει πως δε έχω τα κότσια να πω τα πράγματα με τ’ όνομά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου