της Τζένης Κωστοπούλου
Πέθαναν από ασφυξία μέσα σ’ ένα κατάστημα τράπεζας που πούλαγε, μεταξύ άλλων, στους πελάτες του τη νεοκλασική του κομψότητα. Μόνο που η αισθητική αντίληψη και το υψηλό ενοίκιο ξεχνούν μερικές φορές να συμπεριλάβουν στα δεδομένα τους την πρόβλεψη του κινδύνου. Πέθαναν από ασφυξία ενώ ήδη ασφυκτιούσαν μέσα σε κοστούμια με βάτες, δεμένοι με γραβάτες και ορκισμένοι στην ευαίσθητη σύμβαση εργασίας τους να μοιράζουν χαμόγελα σε ξινούς, καχύποπτους, μονόχνωτους, προκατειλημμένους και λοιπούς πελάτες… Πώλησαν ευσυνείδητα τα τραπεζικά προϊόντα για να ’χουν να δώσουν το καλή αναφορά όταν το μεσημέρι θα περνούσε η λίστα με τη σοδειά του καθενός… «κάρτες τρεις, ασφάλειες τέσσερις, ταμιευτήρια δύο…» . Γύριζαν στο σπίτι με άγχος γιατί οι «στόχοι» του καταστήματος συνέχεια ανέβαιναν κι ο διευθυντής κι ο διευθυντής του διευθυντή κι όλοι οι διευθυντές των διευθυντών έκοβαν τελευταίως κώλους … Δύσκολη εποχή η εποχή της οικονομικής κρίσης…
Ήταν όλοι τους πάνω από 30. Ως παιδιά πρόλαβαν να αποθηκεύσουν στο ασυνείδητό τους τη βραχνάδα της φωνής του Ανδρέα Παπανδρέου όταν μιλούσε για «περήφανα νιάτα» και «τιμημένα γερατειά»… Γέλασαν με τα ανέκδοτα για τη γκαντεμοφροσύνη του Μητσοτάκη και πάγωσαν με τις ανάλγητες απόψεις του. Χαιρέτισαν την έλευση του Κώστα Σημίτη που θα ήταν το κάτι διαφορετικό. Το κάτι καλοκουρδισμένο σε όλους τους τομείς εκτός από την άρθρωση του λόγου. Ανακουφίστηκαν αργότερα όταν ο Κώστας Καραμανλής ανέκοψε τη φόρα με την οποία καταπίνονταν αμάσητα τα πλαίσια στήριξης… Ύστερα είδαν κι αυτόν τον άντρα να πέέέέέέέφτει, να πέέέέέέέέφτει… , να πέέέέέέέέφτει….
Ευρώπη, ευημερία, χρηματιστήριο, χρηματοοικονομικά, δουλειά σε τράπεζα… Πόσοι και πόσοι δεν έδωσαν συγχαρητήρια στον πατέρα τους «που βρήκε το παιδί τόσο καλή δουλειά»… Σπανίως βλέπει ο κόσμος πίσω από τη βιτρίνα. Αυτή η βιτρίνα δεν επέτρεψε να κατέβουν τα ρολά την Τετάρτη το μεσημέρι. Η ιδιωτική τράπεζα δεν είναι δημόσιο για να κλείσει έτσι εύκολα το μαγαζί. Η ιδιωτική τράπεζα είναι το αντίθετο του δημοσίου. Είναι ο ίσιος δρόμος, ο σωστός, ο πουριτανικός. Τον ευαγγελίζεται κι ο νυν πρωθυπουργός…
Έτσι, πέθαναν από ασφυξία μέσα στην τράπεζα…
Όμως μια στιγμή… Ώπα! Ώπα! Τι γίνεται; Τι πάτε πάλι να μου φορτώσετε; Κύριε πρόεδρε δεν τους σκότωσα εγώ. Εγώ αυτούς τους ανθρώπους τους καταλάβαινα. Ήταν σαν και μένα. Πάντα διέκρινα τη θλίψη πίσω από το στήσιμό τους στα γραφεία… Τι θέλετε να πείτε; Ότι δεν ευθύνομαι μόνο για το δημοσιονομικό έλλειμμα αλλά και για το φόνο των τριών αθώων; Εγώ; Εγώ; Γιατί; Επειδή βγήκα επιτέλους μετά από τόσα χρόνια θυμωμένη στο δρόμο; Επειδή δε με πείθουν αυτά που μου λένε; Επειδή έπαψα να παρακολουθώ τι κάνει η Τζούλια; Επειδή δεν μπορώ να συμβιβαστώ με το ότι κόψανε τη σύνταξη της μάνας μου που κουφάθηκε να σηκώνει μια ζωή τηλέφωνα και της γιαγιάς μου που κατατρύπησε τα χέρια της να καρικώνει και να στριφώνει; Αυτό με κάνει φονιά; Το ότι ξύπνησα με έκανε φονιά;
Πρέπει πάντα να βγαίνει το χαμερπές τέρας της παρέλκυσης μαζί μου στο δρόμο;
Ε όχι! Αυτό δεν το δέχομαι. Ψάξτε αλλού το δολοφόνο. Όχι στο προφανές…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου