Η φωλιά ήταν κακότεχνη και στημένη ως συνήθως
κάτω απ’ την κρηπίδα της σκήτης του Γέρου.
Φρεσκοβαμμένος με πλαστικό χρώμα ο τοίχος,
δυσκόλευε την επικόλληση του πρωτόγονου υλικού
που κουβαλούσαν οι τεχνίτες με τη γονιδιακή πείρα.
Το ζευγάρι είχε γεννήσει τ’ αυγά του και τα κλωσούσε για μέρες.
Αγαπημένο ζευγάρι, ακολουθώντας το Νόμο της Φύσης.
Η λογική δεν το είχε αγγίξει.
Τα μωρά γεννήθηκαν κι άρχισε ο γονικός σιτισμός.
Όταν κυνηγούσε το θηλυκό,
το αρσενικό προστάτευε τους νεογνούς.
Σε λίγο οι ρόλοι αντιστρέφονταν,
το θηλυκό στη φωλιά και το αρσενικό στο κυνήγι.
Τα μωρά περίμεναν κάθε βίζιτα των γονιών τους μ’ ανοιχτό το ράμφος.
Γεύονταν τα έντομα που κουβαλούσαν οι γονείς.
Όταν ερχόταν η ώρα τους έβγαζαν το κωλαράκι τους έξω απ’ τη φωλιά
και οι κουτσουλίτσες τους διακοσμούσαν το πλακόστρωτο της αυλής.
Διατηρούσαν τον οίκο τους καθαρό!
Χωρίς πάνα-βρακάκι…
Ένα μήνα αργότερα βρέθηκα ξανά στη σκήτη του Γέρου.
Τα νεογνά είχαν χάσει τα πούπουλά τους κι είχαν φτερώσει.
Περίμεναν μάταια τους στοργικούς γονείς να τα ταΐσουν,
όμως αυτοί τα κορόιδευαν.
Έφταναν εναλλάξ ως ένα μέτρο κοντά στη φωλιά
και ανέστρεφαν το πέταγμά τους.
Τα νεογνά πεινούσαν.
Έστρεφαν το κεφάλι τους προς τον τοίχο
κι άρχισαν να τεντώνουν τις φτερούγες τους,
έτσι όπως κάνουμε εμείς για να ξεμουδιάσουμε.
Ο μικρός φυσιοδίφης δεν έχανε καμιά τους κίνηση.
- Ετοιμάζονται να πετάξουν, είπε στους φίλους
κι αυτοί τον άκουσαν δύσπιστα.
Ο μικρός φυσιοδίφης τα παρατηρούσε συνεχώς.
Έβλεπε τους γονείς να πετάνε ολόγυρα απ’ τη φωλιά
και τα μικρά να δοκιμάζουν τις φτερούγες τους.
Πέρασαν κάνα δυο ώρες.
Οι φίλοι αποσύρθηκαν στα ενδότερα
κι ο φυσιοδίφης συνέχισε τις παρατηρήσεις του.
Τότε το πιο θαρραλέο πουλάκι έκανε τη βουτιά του απ’ τη φωλιά,
λειτούργησε τις φτερούγες του
και ξαμολήθηκε μέχρι τα καλώδια της ΔΕΗ,
που βρίσκονταν εκατό μέτρα μακριά.
Μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα ακολούθησε και το δεύτερο.
Όλη η γειτονιά των χελιδονιών μαζεύτηκε
κοντά στους νέους ιπτάμενους μικρούς φίλους.
Τα καλωσόριζαν στη γλώσσα τους.
Τα χελιδονάκια έκαναν δυο τρεις πτήσεις ακόμα
και γύρισαν αποκαμωμένα στη φωλιά τους.
Νύσταζαν απ’ την κούραση.
Οι γονείς τους δεν πήγαν στη φωλιά.
Κούρνιασαν στα κοντινά σύρματα
και καμάρωναν για τα πρώτα φτερουγίσματα.
Έτσι όπως καμαρώνουμε κι εμείς
με το ποδάρωμα των νηπίων.
2 σχόλια:
Ό,τι πιο τρυφερό, ποιητικό και ελπιδοφόρο έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό.
Καλότυχοι οι χελιδονογονείς, καλότυχα και τα χελιδονόπουλα.
Μαγευτικός ο Λόγος,
σοφή η παραβολή...
Πού την είδες την ελπίδα, Μαρία μου;
Εγώ μόνο το νόμο της Φύσης «φυσιοδίφησα».
Δημοσίευση σχολίου