Της Ήρας Μαρμαρά
Σ' αυτή την ιστορία μας, τον πόλεμο θα πούμε
τον χημικό, τον βρωμερό, και ποιητές θα βγούμε.
Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
το φυσικό αέριο ναρθεί στ αρχοντικό σας.
Βόμβες βυθού έτοιμάζανε οι Ρώσοι για τη δράση
σούπα καυτή 'τοιμάζανε, να φάνε πριν βραδυάσει.
Το μάθαν οι αμερικανοί και βάζουν φασολάδα
το εθνικό φαγάκι τους, να κλάνουνε αράδα.
Ο πόλεμος ξεκίνησε και οι πορδές θερίζουν
μα οι φίλοι μας οι γιάγκηδες τα όπλα τους τα βρίζουν,
καθότι όγκο έχουνε, ποσότητα αερίων
ουχί όμως ποιότητα καυτών δηλητηρίων!
Απεγνωσμένοι οι γιάγκηδες αμέσως προσκαλούνε
όλου του κόσμου τους σοφούς, να τους συμβουλευτούνε.
"Σοφοί μας, τι να κάνουμε για να υπερτερούμε
εις των πορδών μας τη βρωμιά, κι όλους να τους νικούμε;"
Και οι σοφοί το σκέφτηκαν, εξύσαν το κεφάλι,
-εξύσαν και το μούσι τους- ιδέες για να βγάλει.
Πλήν όμως δεν εμπόρεσαν απάντηση να δώσουν
και τη ρημάδα γιάγκικη υπόληψη να σώσουν.
"Βρέ σεις μπαγάσες γιάγκηδες, έχετε μέγα φίλο,
Μπίν Λάντεν λέν το φίλο σας, πιστότερο από σκύλο".
Ρωτάν λοιπόν οι γιάγκηδες το φίλο το μπουχέσα
μ' αυτός αδιάφορα σφυρά καθώς δεν έχει μπέσα.
Κι αφού τον παρακάλεσαν, κι αφού τον προσκυνήσαν
τους έστειλε στο διάολο κι ευθύς αυτοί κινήσαν.
"Τι λες αφέντη διάβολε, στενό μας φιλαράκι,
για μας που ρίχνουμε πορδές, τζούφιες χωρίς φαρμάκι;
Πες μας γρουσούζη κερατά, εμάς που σ' αγαπάμε
για ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΕΣ πορδές τι διάολο να φάμε;"
Κι αυτός ο τετραπέρατος, ο μασκαράς, η λέρα,
στους Έλληνες τους έστειλε να μάθουν παραπέρα.
"Αυτοί που λέτε, έχουνε τα όπλα πρώτοι απ' όλους
κι ασκούνε στη σκοποβολή τους φοβερούς τους κώλους.
Ο ένας τον άλλον κλάνουνε, εχθρό ξένο δεν έχουν,
μόνοι τους τρώγονται, καθώς, δάσκαλο εμένα έχουν.
Και μεταξύ τους στρέφουνε τα φοβερά πυρά τους
κι αλληλοεξοντώνονται μέσα στη φαμελιά τους"
Κινούν για Ελλάδα οι γιάγκηδες για να κατασκοπεύσουν
κι εξεύρεση πρώτων υλών πάνε να κατοπτεύσουν:
Το σκόρδον το ελληνικόν, σκόρδον το φλογοβόλον,
στιφάδο, ελιές και μπρόκολο, τζατζίκι, ιδού το όλον.
Φοβήθηκαν οι γιάγκηδες
τη ντόπια φαγωμάρα
κι είπαν "άστε τους ρε παιδιά,
μόνοι τους κάνουν τη δουλειά.
Και τι ωραία, τι καλά,
ούτε σε κόπο μπαίνουμε,
ούτε και σε λαχτάρα.
Τέτοιοι που είναι τούτοι 'δω
δε χρειαζόμαστε στανιό.
Τρεχάτε και στους φίλους μας
λοιπόν στους άλλους πέστε,
πως είν' η χ'ωρα τούτη δω
ΕΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ, ΑΛΕΣΤΕ"
Σημ. Πάς ο κατανοών την αλληγορίαν του ποιήματος κερδίζει πρόσκληση σε γεύμα με ελιές, κουνουπίδι και στιφάδο.
1 σχόλιο:
Βγήκε κι η Ήρα στο κλαρί
και χαίρομαι για τούτο,
μόνο που 'μαστε ελάχιστοι
και θα μας φάν ετούτο...
Μα μεις θα επιμένουμε
χωρίς καμιά ελπίδα,
για να τη σπάσουμε σ' αυτούς
που σέρνουν τη χλαμύδα
Δημοσίευση σχολίου